Μια άγνωστη ιστορία της προσφυγιάς είναι η προσφυγιά των Ελλήνων του 1941 και του 42. Όταν καράβια Ελλήνων από τα νησιά του Αιγαίου έφευγαν για να γλυτώσουν από την πείνα και τη γερμανο-ιταλική κατοχή και προσπαθούσαν να φτάσουν στη Μικρά Ασία, στην Κύπρο ή στη Συρία. Ναι, στη Συρία! Όπως πνίγονται σήμερα οι Σύροι (και άλλοι) πρόσφυγες ή μετανάστες στη Μεσόγειο, πνίγονταν τότε Έλληνες πρόσφυγες. Αναφέρονται στις ειδήσεις της εποχής. Ολόκληρα καράβια με δεκάδες Έλληνες χάθηκαν στη θάλασσα. Όπως και σήμερα. Μόνο που σήμερα είμαστε εμείς στην άλλη πλευρά…
Αν το σκεφτούμε αυτό ίσως και να μπορέσουμε να μην είμαστε απόλυτοι. Να έχουμε μέτρο. Να έχουμε κρίση. Μπορούμε να μάθουμε ότι στη ζωή δεν είναι τίποτε μαύρο και άσπρο. Ότι υπάρχει και η κοινή λογική, που άμα την χρησιμοποιείς ανακαλύπτεις ότι περιέχει όλα τα χρώματα. Η μεταναστευτική κρίση είναι υπαρκτό πρόβλημα που πρέπει να αντιμετωπιστεί. Ο ρατσισμός, η ξενοφοβία, η ισοπέδωση των ανθρώπων είναι επίσης υπαρκτά προβλήματα που πρέπει να αντιμετωπιστούν. Αλλά, δεν αντιμετωπίζονται από τα άκρα.
Στο ένα άκρο είναι, για παράδειγμα, ένας γυμνασιάρχης που διώχνει προκλητικά από το σχολείο της μια μαθήτρια επειδή φορούσε μαντήλα χωρίς να αντιλαμβάνεται ότι αυτή η μαθήτρια δεν αντιπροσωπεύει το «μεταναστευτικό πρόβλημα». Δεν λέω για τους κουκουλοφόρους με τα ρόπαλα γιατί αυτοί είναι ανεύθυνοι εγκληματίες του κοινού ποινικού δικαίου. Λέω για τον γυμνασιάρχη, που υποτίθεται ότι έχει μυαλό και ευθύνη. Στο άλλο άκρο είναι διάφοροι δήθεν προοδευτικοί που διακηρύσσουν ότι το «μεταναστευτικό πρόβλημα» υπάρχει μόνο στο μυαλό όλων των υπολοίπων οι οποίοι κατά την γνώμη τους είναι όλοι ρατσιστές.
Υπάρχει ένα μέτρο, που πρέπει να καθορίζει τη συμπεριφορά μας ως κοινωνία και ως κράτος. Το μέτρο της ανθρωπιάς. Που χάνεται όμως στα άκρα όταν τα προβλήματα διογκώνονται χωρίς λύσεις.
Ανάμεσα στο μαύρο και το άσπρο, λοιπόν, μπορούμε να βρούμε την κοινή λογική για να μας υποδείξει ποιοι ξένοι υπήκοοι έχουν πραγματική ανάγκη να τους προσφέρουμε βοήθεια, πραγματικοί πρόσφυγες, πραγματικοί οικονομικοί μετανάστες, άνθρωποι που ενσωματώθηκαν στην κοινωνία μας, δουλεύουν, πληρώνουν φόρους, πάνε στα σχολεία μας. Αλλά, ταυτόχρονα πρέπει να βρούμε και ποιοι εκμεταλλεύονται το τρύπιο σύστημα, ποιοι δικαιούνται άσυλο και ποιοι όχι και να το κάνουμε τάχιστα, όχι να μπλέκουμε στα ατέρμονα πελάγη της κυπριακής δικαιοσύνης. Και της κρατικής ανικανότητας. Η οποία ανακάλυψε μετά από 20 χρόνια, που βλέπει κι αφήνει το πρόβλημα να διογκώνεται, ότι δεν έχουμε χώρους για να κρατούνται τρεις βδομάδες όσοι πρέπει να απελαθούν. Δεν έχουμε χώρους επειδή τόσα χρόνια δεν φροντίσαμε να έχουμε.
Ναι, πρέπει να διωχθούν και όσοι τους βοηθούν στην παρανομία ή όσοι τους εκμεταλλεύονται, τα κυκλώματα της εμπορίας ανθρώπων. Αλλά, αυτό δεν αναιρεί το υπαρκτό πρόβλημα των αριθμών που δεν σηκώνει ο τόπος. Δεν αναιρεί το γκέτο στην παλιά Λευκωσία ή στα χωριά.
Ανάμεσα στα δυο άκρα υπάρχει ένα πρόβλημα, τόσο ορατό πλέον που μόνο υποκρισία είναι να κάνεις πως δεν το βλέπεις. Είναι η πιο εύκολη πρακτική. Σου επιτρέπει κιόλας να σχολιάζεις με πάθος και ρομαντισμό όλους τους υπόλοιπους ως καταπιεστές μεταναστών.
Τώρα πια η μεταναστευτική κρίση εξελίσσεται πολύ πέρα από τα όποια αγνά αισθήματα των ανθρώπων. Αγγίζει την καθημερινότητα των ανθρώπων. Κι αυτό είναι το έσχατο σημείο όπου αρχίζουν να τροφοδοτούνται αισθήματα πραγματικού ρατσισμού, και είναι αδύνατο να αφήσουν χώρο στη λογική. Ο κίνδυνος είναι η επικράτηση της παράνοιας. Όπως αυτήν που έκφρασε ο δημοτικός σύμβουλος της Λεμεσού (του ΕΛΑΜ, που τον διέγραψε), που έλεγε με θράσος στους αστυνομικούς ότι θα σκοτώνει ντελιβεράδες. Η εύκολη λεία του ρατσιστή είναι αυτά τα παιδιά που όλη μέρα κι όλη νύχτα είναι στους δρόμους για να κουβαλούν το φαγητό μας. Το φαγητό των πασάδων. Επείγει να ξαναβρούμε το μέτρο της ανθρωπιάς και της λογικής.
(Άριστος Μιχαηλίδης
Δημοσιογράφος)