Η σοβαρή παράλειψη της Κατηγορούσας Αρχής να καλέσει ουσιώδεις μάρτυρες στα πλαίσια δίκης για κατ΄ ισχυρισμό βιασμό 16χρονης, οδήγησε το Ανώτατο στην ανατροπή της απόφασης του Μόνιμου Κακουργιοδικείου Λάρνακας, το οποίο καταδίκασε σε πέντε χρόνια φυλάκιση, δύο νεαρούς που κρίθηκαν ένοχοι σε δύο κατηγορίες, που αφορούσαν το αδίκημα του βιασμού και της συμμετοχής τους σε σεξουαλική πράξη με παιδί.
Οι δύο καταδικασθέντες, 18 και 20 ετών, που βρέθηκαν στο εδώλιο για τον βιασμό 16χρονης, η οποία είχε ισχυριστεί ότι την μετέφεραν σε ξενοδοχείο και αφού μέθυσαν, ήρθαν σε σεξουαλική επαφή μαζί της χωρίς τη θέληση της, οπτικογραφώντας μάλιστα τον βιασμό, προσέφυγαν στο Ανώτατο σε σχέση με την ορθότητα της απόφασης για την καταδίκη τους, ενώ έφεση άσκησε και ο Γενικός Εισαγγελέας, θεωρώντας τις ποινές, ως έκδηλα ανεπαρκείς.
Το Ανώτατο, αξιολογώντας τόσο την πρωτόδικη απόφαση, όσα και τα όσα κατέθεσαν ενώπιον του οι δύο πλευρές, ανέφερε πως το Κακουργιοδικείο αξιολόγησε ότι η μαρτυρία της παραπονούμενης «δεν ήταν συγκεκριμένη και σαφής» και σημείωσε ότι αυτή δεν θυμόταν οτιδήποτε σε σχέση με τις συνθήκες κάτω από τις οποίες οι εφεσείοντες ήλθαν σε συνουσία μαζί της, ούτε και ήταν σίγουρη ότι δεν τους έδωσε την εντύπωση ότι επιζητούσε σεξουαλική επαφή μαζί τους. Ωστόσο, όπως υπέδειξε, παρά τα καίρια αυτά κενά σε ό,τι αποτελούσε την ουσία της υπόθεσης, αποδέχθηκε πλήρως τη μαρτυρία της ως αξιόπιστη χωρίς καμιά επιφύλαξη και χωρίς να αισθανθεί την ανάγκη αναζήτησης ενισχυτικής μαρτυρίας, όχι στα πλαίσια ενός τεχνικού κανόνα απόδειξης, αλλά κατ’ επιταγή της πιο θεμελιακής αρχής του ποινικού δικαίου. Ότι η καταδίκη είναι μόνο επιτρεπτή όταν δεν παραμένει στο μυαλό του δικαστή εύλογη αμφιβολία για την ενοχή του κατηγορούμενου.
«Δεν μας βρίσκει σύμφωνους ο τρόπος που το Κακουργιοδικείο προσέγγισε τη μαρτυρία της ανήλικης για δύο λόγους: Ο πρώτος γιατί, το σχετικό εύρημα του Κακουργιοδικείου ότι όταν αυτή έφυγε από το club, γύρω στις 04.00, ήταν σε θέση να επικοινωνήσει με άλλα άτομα, ήταν αντίθετο με την δική της θέση ότι δεν είχε αντίληψη και δεν ήταν σε θέση να λάβει αποφάσεις, τουλάχιστον 2 ώρες πριν φύγουν από το club. Περαιτέρω, αντίθετη ήταν και η θέση της ανήλικης ότι εκείνο το βράδυ «δεν ήπιε καν πολύ ποτό» υποστηρίζοντας, χωρίς καμιά τεκμηρίωση, ότι «κάτι άλλο της έβαλαν στο ποτό». Με βάση τα ευρήματα του Κακουργιοδικείου, η μαρτυρία των ΜΚ3, 5, 6, 10 και 11 καμιά σχέση δεν έχει με τον ουσιώδη χρόνο και τα γεγονότα που έλαβαν χώρα στο δωμάτιο του ξενοδοχείου, εφόσον αυτοί από τις 04.00 π.μ. μέχρι τις 11.00 π.μ., δεν είχαν καμιά απολύτως εικόνα για το τι επεσυνέβηκε σ’ αυτή την κρίσιμη χρονική περίοδο. Συνακόλουθα, η κατάληξη του Κακουργιοδικείου περί του παράνομου ή μη της συνουσίας και συνεπώς τη συναίνεση ή μη της ανήλικης κατά τον ουσιώδη χρόνο, ενόσω αυτή στηρίχθηκε στη μαρτυρία των ΜΚ3, 5, 6, 10 και 11 και όχι στην άμεση μαρτυρία της ανήλικης, κρίνεται ως άκρως επισφαλής. Το δε εύρημα του Κακουργιοδικείου ότι οι εφεσείοντες στο δωμάτιο του ξενοδοχείου «πότιζαν βότκα» την ανήλικη, ενόσω δεν προήλθε από την μαρτυρία της ανήλικης, είναι αυθαίρετο. Και όμως το Κακουργιοδικείο θεμελίωσε σ’ αυτό το αυθαίρετο συμπέρασμα του, το ουσιωδέστερο συστατικό στοιχείο του αδικήματος, δηλαδή την απουσία συναίνεσης λόγω κατάστασης μέθης. Το Κακουργιοδικείο, αναμένετο να προβληματιστεί ιδιαίτερα, όταν η ίδια η ανήλικη στη μαρτυρία της, δεν απέκλεισε την πιθανότητα με τη συμπεριφορά της να έδωσε την εντύπωση στους εφεσείοντες ότι συναινούσε στις επίδικες σεξουαλικές πράξεις. Απεναντίας, η ίδια άφησε ανοικτό τέτοιο ενδεχόμενο, στοιχείο που εγείρει εύλογες αμφιβολίες ως προς τη θεμελίωση της συναίνεσης της ή όχι στην συνουσία της με τους εφεσείοντες».
Στη βάση των πιο πάνω, το Ανώτατο έκρινε πως τα ιδιάζοντα περιστατικά της υπόθεσης και η ποιοτικά αδύνατη μαρτυρία της ανήλικης, θα έπρεπε να αναζητηθεί από το Κακουργιοδικείο ενισχυτική μαρτυρία.
Δεν κάλεσε ουσιώδεις μάρτυρες η Νομική Υπηρεσία
Την ώρα που η Νομική Υπηρεσία έθετε θέμα ως προς το ύψος των ποινών που επιβλήθηκαν στους δύο καταδικασθέντες, το Ανώτατο υπέδειξε λανθασμένους χειρισμούς από πλευράς Κατηγορούσας Αρχής, αφού δεν κλήτευσε ουσιώδεις μάρτυρες, με αποτέλεσμα η καταδίκη των δύο νεαρών να ανατραπεί και να αθωωθούν, αφού παραβιάστηκε το δικαίωμα της δίκαιης δίκης, όπως ήταν η θέση των δικηγόρων των καταδικασθέντων, Ηλία Στεφάνου με Γιάννη Νεάρχου.
Σύμφωνα με τα όσα καταγράφει στην απόφαση, παρά το γεγονός πως η Αστυνομία έλαβε κατάθεση από πέντε πρόσωπα, εντούτοις δεν κλήθηκαν να καταθέσουν ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, με το Ανώτατο να αναφέρει πως, «το Κακουργιοδικείο έψεξε την Υπεράσπιση ότι δεν ζήτησε να αντεξετάσει τους εν λόγω μάρτυρες, ενώ στην πραγματικότητα είναι η Κατηγορούσα Αρχή που παρέλειψε να τους κλητεύσει ως μάρτυρες ή να τους προσφέρει για αντεξέταση».
Το Ανώτατο τονίζει στην απόφαση του, πως η Κατηγορούσα Αρχή έχει υποχρέωση να καλεί όλους τους μάρτυρες που μπορούν να δώσουν μαρτυρία ως προς τα ουσιώδη γεγονότα της υπόθεσης, πλην εκείνων τους οποίους θεωρεί αναξιόπιστους, ενώ οφείλει περαιτέρω, να δώσει ικανοποιητικές εξηγήσεις για τη μη κλήτευση συγκεκριμένου μάρτυρα και είναι στη βάση των εξηγήσεων αυτών που κρίνεται κατά πόσο δικαιολογείται η μη κλήτευση του, ως και η δυνατότητα της υπεράσπισης να τους καλέσει.
«Είναι αρκετό να σημειώσουμε ότι σε όλες τις περιπτώσεις που η Κατηγορούσα Αρχή δεν συμπεριελάμβανε στον κατάλογο μαρτύρων ουσιώδεις μάρτυρες, ούτε καλούσε τέτοιους μάρτυρες στο εδώλιο του μάρτυρα, πάντα έδινε εξήγηση. Στην παρούσα περίπτωση τέτοια εξήγηση δεν δόθηκε από την Κατηγορούσα Αρχή, με αποτέλεσμα το Κακουργιοδικείο να αισθανθεί την ανάγκη να δώσει το ίδιο εξήγηση και μάλιστα αυθαίρετη. Έκρινε συναφώς, ότι η μαρτυρία του χχχ δεν ήταν ουσιώδης διότι η πεποίθηση του ότι ήταν επιλογή της ανήλικης να πάει με τους εφεσείοντες, δεν διαφοροποιεί σχετική μαρτυρία του φίλου του, MK6. Σ’ ό,τι αφορά τον χχχ, περιορίστηκε να αναφέρει ότι η μαρτυρία του δεν είναι ουσιώδης εφόσον σχετίζεται με το βίντεο και την αναφορά του ότι είδε την ανήλικη να φιλά διαδοχικά τους εφεσείοντες στο club, η οποία εισήχθηκε ως εξ’ ακοής μαρτυρία μέσω της MK7, χωρίς περαιτέρω λεπτομέρειες. Σε ό,τι αφορά την χχχ σχολίασε ότι η μαρτυρία της αφορά το βίντεο και δεν καταδεικνύει ότι αυτό έγινε με την συγκατάθεση της ανήλικης. Σε σχέση με τους χχχ, σε καμιά αναφορά προέβηκε το Κακουργιοδικείο».
Το Ανώτατο, διαφώνησε με την προσέγγιση του Κακουργιοδικείου, λέγοντας πως σε σχέση με το μάρτυρα που είχε δει την ανήλικη στο club με τους καταδικασθέντες, πρόκειται για ουσιώδης μαρτυρία, εφόσον θα μπορούσε να καλύψει κενά στην υπόθεση και συγκεκριμένα τα κενά μνήμης της ανήλικης, η οποία στη μαρτυρία της είχε αναφέρει ότι δεν ήταν βέβαιη για το τι προηγήθηκε.
Παράλληλα, «ουσιωδέστατη» έκρινε το Ανώτατο και την μαρτυρία ακόμη ενός προσώπου, που επίσης δεν κλήθηκε να καταθέσει, ο οποίος, όπως προκύπτει από τις καταθέσεις των καταδικασθέντων στην Αστυνομία αλλά και όπως είναι παραδεκτό και από την ανήλικη στη μαρτυρία της, αυτός ήταν εντός του δωματίου κατά τον ουσιώδη χρόνο τέλεσης των αδικημάτων. «Η μαρτυρία του θα μπορούσε να καλύψει σημαντικά κενά στη μαρτυρία της ανήλικης ή να δώσει άλλη διάσταση στο τι πράγματι συνέβη στο δωμάτιο του ξενοδοχείου», αναφέρει στην απόφαση του το Ανώτατο, ενώ ανέφερε πως ουσιαστική ήταν και η μαρτυρία προσώπου, σύμφωνα με τον οποίο, η δική του αντίληψη ήταν ότι ήταν επιλογή της παραπονούμενης να ακολουθήσει τους νεαρούς στο ξενοδοχείο.
Επιπρόσθετα, το Ανώτατο αναφέρθηκε και στην μαρτυρία αστυνομικού που διέμενε απέναντι από το δωμάτιο κατά τον κρίσιμο χρόνο, ο οποίος επίσης δεν κλήθηκε για κατάθεση, με το Δικαστήριο αναφέρει πως πρόκειται για ουσιώδης μαρτυρία, αφού ενδεχομένως να διαφώτιζε σχετικά με τη θέση της ανήλικης, ότι κατά την είσοδο των νεαρών στο μπάνιο, αυτή φώναξε πολύ δυνατά.
«Στη βάση των ποιο πάνω, καταλήγουμε ότι η μη κλήτευση των πιο πάνω προσώπων από την Κατηγορούσα Αρχή, όπως τη δικαιολόγησε εν μέρει το ικανοποιητικής εξήγησης εκ μέρους της Κατηγορούσας Αρχής, έπληξε το δικαίωμα των Εφεσειόντων για δίκαιη δίκη και αποτελεί από μόνο του στοιχείο για ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης, επιπρόσθετα από την ποιοτικά αδύνατη μαρτυρία της ανήλικης».
Ως εκ τούτου, το Ανώτατο Δικαστήριο παραμέρισε την πρωτόδικη απόφαση και αθώωσε τους κατηγορούμενους.
(ΠΗΓΗ: REPORTER)