Η χθεσινή απεργία των εργαζόμενων στα νοσηλευτήρια του Οργανισμού Κρατικών Υπηρεσιών Υγείας(ΟΚΥπΥ) αποτέλεσε άλλη μια πράξη επιβεβαίωσης της ελαφρότητας ή και ανευθυνότητας με την οποία οι συντεχνίες συνηθίζουν να προσεγγίζουν τις όποιες κατά καιρούς εργασιακές διαφορές αναφύονται, προσφεύγοντας με περισσή ευκολία στο εκβιαστικό αυτό μέτρο και καταπατώντας κατάφορα τις θεσμοθετημένες διαδικασίες επίλυσής τους.
Η επόμενη μέρα της απεργίας βρίσκει τις συντεχνίες να απειλούν με κλιμάκωση των κινητοποιήσεων τους σε περίπτωση που δεν γίνουν αποδεκτά τα αιτήματά τους, την ίδια ώρα που από την άλλη, τόσο ο υπουργός Εργασίας όσο και η υπουργός της Υγείας, δηλώνουν πως θα εντατικοποιήσουν τις προσπάθειες για επίτευξη κοινά αποδεκτής λύσης ανάμεσα στον ΟΚΥπΥ και τις συντεχνίες των εργαζομένων.
Το καίριο ερώτημα που αναφύεται ωστόσο είναι με ποιο τρόπο είναι δυνατό να επιτευχθεί κοινά αποδεκτή λύση, από την στιγμή που το συνδικαλιστικό κίνημα παραμένει ανένδοτο στην αρχική του θέση και από την στιγμή που εξακολουθώντας να επισείει τον μπαμπούλα των απεργιών, εκβιάζει την πολιτεία να ικανοποιήσει τις απαιτήσεις του.
Απαιτήσεις, η πεμπτουσία των οποίων συνοψίζεται στη συνομολόγηση μιας συλλογικής σύμβασης που θα προσδίδει στους εργαζόμενους στον ΟΚΥπΥ το καθεστώς του δημοσίου υπαλλήλου, αυξάνοντας το εργασιακό του κόστος και σε πλήρη αντίθεση με τα όσα προβλέπει η νομοθεσία επί τη βάσει της οποίας συστάθηκε και η οποία διέπει τη λειτουργία του οργανισμού.
Είναι προφανές πως αν η πολιτεία με οποιοδήποτε τρόπο υπαναχωρήσει έστω και στο ελάχιστο, αποδεχόμενη με οποιοδήποτε άμεσο ή έμμεσο τρόπο την ικανοποίηση του αιτήματος των συντεχνιών για παροχή δημοσιοϋπαλληλικού καθεστώτος στους εργαζόμενους του ΟΚΥπΥ, θα είναι ως να αυτοαναιρείται από την δέσμευσή της για αναβάθμιση των δημόσιων νοσηλευτηρίων μέσω της αυτονόμησης, θα είναι ως να ακυρώνει την στοχοπροσήλωση της στον διακηρυγμένο στόχο της βιώσιμης διατήρησής τους ως βασικού πυλώνα υλοποίησης του ΓΕΣΥ.
Έτσι δηλαδή όπως έθεσε και επακριβώς περιέγραψε τον πασιφανή επιδιωκόμενο στόχο των συντεχνιών ο πρώην υπουργός Υγείας Γιώργος Παμπορίδης, στην περί του θέματος δημόσια παρέμβασή του στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.
Ότι αυτό που επιδιώκουν είναι «να μετατρέψουν τον ΟΚΥπΥ σε βιομηχανία κατασκευής δημοσίων υπαλλήλων». Αλλά και ότι, κάποιοι «οραματίζονται ένα μέλλον όπου θα κάνουμε όλους τους εργαζόμενους δημόσιους υπαλλήλους και στον βωμό του αρρωστημένου αυτού οράματος δεν διστάζουν να ρίξουν και την μεταρρύθμιση της Υγείας, αδιαφορώντας ότι θα πισωγυρίσουν τον τόπο στον προ-ΓεΣΥ μεσαίωνα».
Είναι κάτι περισσότερο από ξεκάθαρο λοιπόν, πως ο όποιος διάλογος ακολουθήσει για επίλυση της διαφοράς, σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να έχει ως κατάληξη την παροχή δημοσιοϋπαλληλικής ιδιότητας στους εργαζόμενους του ΟΚΥπΥ, οι οποίοι άλλωστε, όταν προσλαμβάνονταν, γνώριζαν για το καθεστώς και τους όρους εργοδότησής τους.
Σε μια εποχή κατά την οποία οι δαπάνες προσωπικού στο δημόσιο έχουν ανέλθει στα 3,7 δις ευρώ, σε μια εποχή κατά την οποία η κυβέρνηση διατρανώνει και αναδεικνύει την δημοσιονομική πειθαρχία ως ένα εκ των βασικών αξόνων της οικονομικής της πολιτικής, σε μια εποχή κατά την οποία ο εκσυγχρονισμός της δημόσιας υπηρεσίας με πυλώνα την ψηφιοποίηση και ζητούμενο τη συγκράτηση του κρατικού μισθολογίου, αποτελούν μονόδρομο, μια ενδεχόμενη μετατροπή του ΟΚΥπΥ σε βιομηχανία κατασκευής δημοσίων υπαλλήλων, όπως πολύ εύστοχα παρατήρησε ο Γιώργος Παμπορίδης, το μόνο στο οποίο θα συνίσταται θα είναι σε ένα τεραστίων διαστάσεων προκλητικό-θα προσθέσουμε εμείς-πισωγύρισμα.
Γιατί πολύ απλά η Κύπρος δεν σηκώνει κι’ άλλους δημόσιους υπαλλήλους, γιατί πολύ απλά μια μικρή μερίδα εργαζομένων και οι συντεχνιακοί που τους εκπροσωπούν, δεν μπορούν όσο και αν εκβιάζουν, όσο και αν απεργούν, να διακυβεύουν το μέλλον του τομέα υγείας, αλλά και κατ΄επέκταση της οικονομίας της χώρας.
Και γιατί δεν μπορεί εν τέλει, να αφήνονται να νομίζουν πως αυτοί είναι που κυβερνούν τον τόπο…
(Reporter)