Ο ακρογωνιαίος λίθος του κάθε συστήματος υγείας, ο θεσμός του γενικού γιατρού, έχει πλήρως αδρανοποιηθεί και αχρηστευτεί, στο ΓεΣΥ της Κύπρου.
Οταν το 2001, ψηφίστηκε ο νόμος πλαίσιο, για το ΓεΣΥ, γνωρίζαμε πως για να λειτουργήσει πλήρως το σύστημα θα έπρεπε να υπήρχαν περί τους 800 γενικούς γιατρούς, οι οποίοι θα κάλυπταν την πρωτοβάθμια φροντίδα.
Η Κύπρος διέθετε τότε, μόνο 35 γενικούς γιατρούς. Συνεπώς το κράτος όφειλε να εξειδικεύσει γιατρούς στη γενική ιατρική, προσφέροντας θέσεις για ειδικότητα στη γενική ιατρική σε όλα τα γενικά νοσοκομεία της Δημοκρατίας, στη προσπάθεια κάλυψης του μεγάλου αυτού κενού.
Δυστυχώς δεν το έπραξε.
Ετσι φθάσαμε στο 2019, χωρίς να διαθέτει η χώρα γενικούς γιατρούς, αλλά εμείς εξαγγείλαμε το ΓεΣΥ.
Ο νεοσύστατος ΟΑΥ, δημιούργησε μια «νέα ιατρική ειδικότητα», αυτή του «προσωπικού γιατρού», στην προσπάθεια του να καλύψει το κενό από την έλλειψη γενικών γιατρών.
Σε αυτή τη «νέα ειδικότητα», ο ρόλος της οποίας θα ήταν η πρωτοβάθμια ιατρική φροντίδα, εντάχθηκαν 3 κατηγορίες γιατρών: γιατροί με ειδικότητα στη γενική ιατρική, γιατροί προερχόμενοι από άλλες ιατρικές ειδικότητες και γιατροί χωρίς ειδικότητα.
Νομικά μιλώντας, ο ΠΙΣ, ως ο εκπρόσωπος της ιατρικής οικογένειας, δεν έπρεπε να δεχθεί τη διευθέτηση αυτή του ΟΑΥ, καθότι είναι αντίθετη με τις αποφάσεις του Ιατρικού Συμβουλίου για τις αναγνωρισμένες ειδικότητες.
Είναι εύκολα αντιληπτό ότι επρόκειτο για μια ετερογενή κατάσταση. Ακόμη χειρότερα, η ετερογενής αυτή ομάδα δεν έτυχε εκπαίδευσης, ως έπρεπε, για το ρόλο που θα έπρεπε να επιτελούν στην πρωτοβάθμια φροντίδα.
Για να πειστούν οι γιατροί να ενταχθούν ως «προσωπικοί γιατροί» σε αυτή την ετερογενή ομάδα, ο ΟΑΥ πρόσφερε στον καθένα ένα υπέρογκο χρηματικό ποσό, που προσέγγιζε μέχρι και τις 400 χιλιάδες το χρόνο, ποσόν που καμία άλλη χώρα και κανένα άλλο σύστημα υγείας, δεν προσφέρει.
Τώρα, με το ΓεΣΥ να βουλιάζει οικονομικά, ο ΟΑΥ έχει 2 επιλογές: η πρώτη, να αυξήσει τη φορολογία υγείας των πολιτών και η δεύτερη να αλλάξει τον τρόπο αμοιβής των «προσωπικών γιατρών.»
Αντιλαμβάνεται κάποιος ότι χωρίς γενικούς γιατρούς οι οποίοι να προσφέρουν την πρωτοβάθμια φροντίδα, δεν μπορεί να λειτουργήσει ενιαίο σύστημα υγείας. Επειδή δε, η Κύπρος δεν διέθετε επαρκή αριθμό γενικών γιατρών, ως χώρα δεν είμασταν έτοιμοι και δεν έπρεπε να προχωρήσουμε στην εφαρμογή του ΓεΣΥ. Η Βουλή ξεγελάστηκε ή απλώς δεν κατανόησε το μέγεθος του προβλήματος. Τώρα ότι διορθωτικό επιχειρηθεί, θα είναι μπάλλωμα, σε ένα διάτρητο ΓεΣΥ, το οποίο δυστυχώς θα έχει ημερομηνία λήξης ή κατάρρευσης.