Η έκρηξη στο Μαρί σημειώθηκε την 11η Ιουλίου 2011 στην ναυτική βάση της «Ευάγγελος Φλωράκης», η οποία βρίσκεται στο Μαρί στην Κύπρο. Η έκρηξη σημειώθηκε σε εμπορευματοκιβώτια με πολεμικό υλικό, τα οποία είχαν κατασχεθεί από πλοίο το 2009 και φυλάγονταν στην ναυτική βάση. Από την έκρηξη 13 άνθρωποι έχασαν την ζωή τους και 63 τραυματίστηκαν ενώ καταστράφηκε και ο γειτονικός ηλεκτροπαραγωγός σταθμός. Η οικονομική επιβάρυνση στην Κύπρο ήταν αρκετά σημαντική. Καταδικάστηκε σε φυλάκιση 5 ετών ο τότε υπουργός Άμυνας Κώστας Παπακώστας, ενώ ο Έλληνας αρχηγός Εθνικής Φρουράς Πέτρος Τσαλικίδης καταδικάστηκε σε κάθειρξη επτά ετών από στρατοδικείο στην Ελλάδα.
Το ιστορικό της έκρηξης
Τον Φεβρουάριο του 2009 κατασχέθηκε το πλοίο Monchegorsk το οποίο μετέφερε πολεμοφόδια από το Ιράν στην Συρία. Το υλικό που κατασχέθηκε φυλάχτηκε στην ναυτική βάση στο Μαρί. Από τον Μάρτιο του 2009 έως τον Ιούλιο του 2011, το υλικό φυλασσόταν στην ναυτική βάση χωρίς συμβάντα. Στις 5 Ιουλίου παρατηρήθηκε αλλοίωση σε ένα από τα εμπορευματοκιβώτια εντός των οποίων ήταν το υλικό. Από τις 5 έως τις 10 του ίδιου μήνα εκδόθηκε κόκκινος συναγερμός και έγιναν οι πρώτες προσπάθειες για να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα. Στις 11 Ιουλίου, το φορτίο ανατινάχθηκε, σκοτώνοντας 13 ανθρώπους και τραυματίζονται άλλους 63, ενώ καταστράφηκε και η κύρια ηλεκτροπαραγωγός μονάδα του νησιού.
Η κατάσχεση του φορτίου από το πλοίο Monchegorsk
Στις 9 Ιανουαρίου 2009, το υπό κυπριακή σημαία εμπορικό πλοίο Monchegorsk, φόρτωσε στο λιμάνι Μπαντάρ Αμπάς του Ιράν, και αναχώρησε για το ταξίδι του προς την Λαττάκεια της Συρίας. Το φορτίο περιλάμβανε 98 εμπορευματοκιβώτια και 231 πακέτα. Στις 20 Ιανουαρίου, πλοίο των ΗΠΑ σταμάτησε το Monchegorsk στην Ερυθρά Θάλασσα και αφού έλεγξε το φορτίο, διαπίστωσε παραβιάσεις των αποφάσεων του ΟΗΕ που επέβαλαν κυρώσεις κατά του Ιράν (Αποφάσεις Συμβουλίου Ασφαλείας 1747 (2007) και 1803 (2008)).
Στις 23 Ιανουαρίου, ο πρεσβευτής των ΗΠΑ ενημέρωσε τον τότε πρόεδρο της Κυπριακής Δημοκρατίας Δημήτρη Χριστόφια και πως σύμφωνα με τις συμφωνίες που είχε υπογράψει η Κύπρος, ήταν υποχρεωμένη να εμποδίσει το πλοίο να συνεχίσει προς την Συρία.[3] Η Συρία ενημέρωσε την Κυπριακή Δημοκρατία ότι μια τέτοια ενέργεια θα έβλαπτε τις διμερείς σχέσεις. Η Κύπρος ζήτησε από το πλοίο να προσαράξει στο λιμάνι της Λεμεσού για επιθεώρηση. Το πλοίο κατέφθασε στην Λεμεσό στις 29 Ιανουαρίου όπου σε ελέγχους όντως διαπιστώθηκε η ύπαρξη παράνομου πολεμικού υλικού.
Η Κυπριακή Δημοκρατία στις 3 Φεβρουαρίου ενημέρωσε το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ για τα ευρήματα της, και το ενημέρωσε πως η Κύπρος δεν διαθέτει την ικανότητα, ούτε τις υποδομές για την φύλαξη του εκρηκτικού υλικού. Εισηγήθηκε πως το φορτίο θα μπορούσε να επιστραφεί στο Ιραν ή να τεθεί υπό την ιδιοκτησία και ευθύνη του Συμβουλίου Ασφαλείας. Ο ΟΗΕ απάντησε πως έπρεπε να κρατηθεί το φορτίο στην Κύπρο μέχρι να παρθούν οριστικές αποφάσεις, ενώ συμβούλεψε την Κύπρο να ζητήσει από άλλα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης να συνδράμουν.
Σε συνεδρίαση του Υπουργικού Συμβουλίου στις 6 Φεβρουαρίου, συζητήθηκαν οι διάφορες επιλογές της Κυπριακής Δημοκρατίας. Αυτές ήταν πρώτον να σταλθεί το φορτίο στην Συρία, δεύτερον να επιστραφεί στο Ιραν, τρίτον να επιμένουν να το αναλάβει ο ΟΗΕ, τέταρτον να το αναλάβει άλλη χώρα και, τέλος, να το αναλάβει η Κύπρος. Ο πρόεδρος της Δημοκρατίας αποφάσισε να κρατήσει το υλικό στην Κύπρο, καθώς σε τέτοια περίπτωση θα ικανοποιούσε τόσο την πλευρά των ΗΠΑ και του ΟΗΕ, όσο και την πλευρά της Συρίας και του Ιραν.
Από τις 6 Φεβρουαρίου, οι Αρχές τις Κυπριακής Δημοκρατίας προβληματίζονταν για τον τόπο φύλαξης ενός τόσο επικίνδυνου φορτίου. Σε σύσκεψη της Ακτοφυλακής, της Αστυνομίας, την Εθνικής Φρουράς, του τμήματος εμπορικής ναυτιλίας και της Αρχής λιμένος Κύπρου, αποφασίστηκε το πλοίο να σταθμεύσει 2,5 ναυτικά μίλια ανοικτά του λιμανιού. Στις 11 Φεβρουαρίου, σε νέα συνεδρίαση του Υπουργικού Συμβουλίου, ο τότε υπουργός Αμύνης Κώστας Παπακώστας ενημέρωσε τον Πρόεδρο πως σύμφωνα με στρατιωτικούς ειδικούς, το φορτίο καλύτερα να χειριστεί χωρίς να αλλοιωθεί η σύσταση του. Με βάση αυτή την συμβουλή, ο πρόεδρος Χριστόφιας αποφάσισε την φύλαξη του φορτίου από την Εθνική Φρουρά.
Την επόμενη μέρα, 12 Φεβρουαρίου, σε σύσκεψη του Υπουργού Άμυνας με τον Αρχηγό της Εθνικής Φρουράς, αποφασίστηκε η φύλαξη του φορτίου στην ναυτική βάση στο Μαρί, ενώ την ίδια μέρα, ανακοινώθηκε η απόφαση στον ΟΗΕ.
Η φύλαξη του φορτίου
Μεταξύ 6 και 12 Μαρτίου το φορτίο μεταφέρθηκε στην Ναυτική Βάση στο Μαρί. Συνολικά ζύγιζε 1400 έως 1500 τόνους, και έτσι είχε κτιστεί τσιμεντένια βάση για να μην υποχωρήσει το έδαφος. Η βάση σχεδιάστηκε από υψηλόβαθμο αξιωματούχο της Εθνικής Φρουράς. Τα εμπορευματοκιβώτια τοποθετήθηκαν με τέτοιο τρόπο ώστε η πόρτα τους να μην είναι προσβάσιμη, ενώ τοποθετήθηκε και συρματόπλεγμα. Ωστόσο αυτά τα μέτρα απείχαν από τα κατάλληλα μέτρα φύλαξης πυρομαχικών για μακρό χρονικό διάστημα όπου απαιτούν συνεχή αερισμό, χαμηλή θερμοκρασία, έλεγχος υγρασίας, ελάχιστη επαφή με έδαφος και εύκολη πρόσβαση για επιθεωρήσεις. Στις 28 Μαΐου 2009, ο νέος Αρχηγός της Εθνικής Φρουράς, με επιστολή του στον Υπουργό Αμύνης, τον ενημέρωνε για τους προβληματισμούς του σχετικά με την φύλαξη του υλικού και τους κινδύνους από την υπερβολική έκθεση στον ήλιο.
Στις 19 Ιουνίου 2009, το τμήμα τελωνείων της Κυπριακής Δημοκρατίας ενημέρωσε τα Υπουργεία Αμύνης, Εξωτερικής Πολιτικής και Οικονομικών ότι το εκρηκτικό υλικό είχε περάσει στην κυριότητα της Δημοκρατίας, μιας και κανένας δεν το διεκδίκησε. Σύμφωνα με τον νόμο, που ρύθμιζε το θέμα, υπήρχαν τρεις επιλογές: καταστροφή του υλικού, να δοθεί στο κοινό ή να το πουλήσει. Ωστόσο, εξ αιτίας των διπλωματικών προβλημάτων που δημιουργούσε η υπόθεση, αποφασίστηκε η συνέχιση της φύλαξης του από την Εθνική Φρουρά, κάτι στο οποίο συμφώνησε και ο Γενικός Εισαγγελέας σε επιστολή του με ημερομηνία 1 Ιουλίου 2009.
Στις 31 Αυγούστου 2009, ο πρόεδρος Χριστόφιας είχε συνάντηση με τον πρόεδρο της Συρίας όπου συζητήθηκε το θέμα των εκρηκτικών, και ο Χριστόφιας δεσμεύτηκε να μην παραδώσει το φορτίο σε τρίτο μέρος. Στις 4 Νοέμβρη ο αρχηγός της Εθνικής Φρουράς σε νέο του γράμμα στο Υπουργείο Αμύνης έκφραζε τις ανησυχίες του, το γράμμα προωθήθηκε στο Υπουργείο Εξωτερικών από όπου έλαβε απάντηση ότι δεν μπορούσαν να γίνουν αλλαγές στον τρόπο χειρισμού του υλικού. Στις 7 Ιουλίου 2010, ο Αρχηγός σε νέο του γράμμα επαναλάμβανε τις αντιρρήσεις του, για να πάρει πάλι την ίδια απάντηση.
Στις 3 Σεπτεμβρίου 2010, συζητήθηκε το ενδεχόμενο καταστροφής του υλικού, σε συνάντηση με τον πρέσβη του Ιραν. Το Ιράν, αλλάζοντας την αρχική του θέση, αποδέχτηκε την καταστροφή του εκρηκτικού υλικού (το οποίο ήταν μόνο ένα μέρος του συνολικού φορτίου) . Στις 6 Σεπτεμβρίου 2010, σε συνάντηση του διευθυντή του διπλωματικού σώματος με την στρατιωτική ηγεσία της Εθνικής Φρουράς, αποφασίστηκε να καταστραφεί το υλικό. Η απόφαση αυτή πάρθηκε υπό το φως της συμφωνίας με το Ιράν, αλλά και των ρίσκων από τις υψηλές θερμοκρασίες κατά το καλοκαίρι. Η Εθνική Φρουρά είχε την τεχνογνωσία να προβεί σε καταστροφή του υλικού. Ωστόσο, παρά αυτή την απόφαση, δεν λήφθηκε κάποια δράση. Μεταξύ Ιανουαρίου 2011 και Ιουνίου 2011, υπήρχαν επανειλημμένες παρακλήσεις για επισκέψεις από το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ για έλεγχο των πυρομαχικών, όμως παρόλο που το υπουργείο Εξωτερικών απαντούσε θετικά, συνεχώς ανέβαλλε την επίσκεψη.
Στις 7 Φεβρουαρίου 2011, υπήρξε νέα συνάντηση στο Υπουργείο Εξωτερικών, με συμμετοχή του Υπουργού Αμύνης, του Αρχηγού της Εθνικής Φρουράς και άλλων στρατιωτικών, και μέλη του διπλωματικού σώματος. Το υπουργείο επέμενε πως η Κύπρος ήταν υπό την πίεση της Συρίας και του Ιράν για την επιστροφή του υλικού, ενώ ο υπουργός Άμυνας και ο αρχηγός της Εθνικής Φρουράς επέμενε στην επικινδυνότητα του φύλαξης του υλικού. Αποφασίστηκε η λήψη δείγματος υλικού και αποστολή του σε εργαστήρια στο εξωτερικό για έλεγχο τυχόν αλλοίωσης της σύστασης του υλικού, καθώς επίσης και να αναζητηθούν πιθανοί αγοραστές. Ωστόσο, δείγμα δεν λήφθηκε.
Η παραμόρφωση και ο κόκκινος συναγερμός
Την νύκτα της 4ης Ιουλίου 2011, οι φρουροί του φορτίου στην ναυτική βάση στο Μαρί, διαπίστωσαν ότι ένα από τα εμπορευματοκιβώτια είχε παραμορφωθεί και μεγαλώσει σε όγκο. Ενημέρωσαν τον Διοικητή της ναυτικής βάσης, τον αρχηγό του Ναυτικού της Κύπρου και τον υπεύθυνο αξιωματικό ο οποίος σχεδίασε την φύλαξη του φορτίου το 2009.[7] Στις 5 Ιουλίου, ενημερώθηκε ο αρχηγός της Εθνικής φρουράς και μετά συναντηθηκε με τον Υπουργό Αμύνης. Αποφασίστηκε η σύσταση ομάδας ειδικών, η οποία συγκροτήθηκε στις 6 Ιουλίου. Στην ομάδα συμμετείχε και ο υπαρχηγός της Πυροσβεστικής, ο οποίος συμβούλεψε να καταβρέχονται τα κιβώτια με θαλασσινό νερό, να απομακρυνθούν τα εμπορευματοκιβώτια τα οποία παρουσίαζαν παραμόρφωση, και να προχωρήσουν στην καταστροφή του υλικού. Η ομάδα ειδικών συμφώνησε να ληφθούν αυτές οι δράσεις.
Στις 7 Ιουλίου ο επικεφαλής της ομάδας των ειδικών ενημέρωσε την Αρχηγό της Εθνικής Φρουράς και τον Υπουργό Αμύνης. Στις 8 Ιουλίου, με εντολή του Αρχηγού της εθνικής Φρουράς, ένα πυροσβεστικό μηχάνημα του στρατού κατέβρεχε τα εμπορευματοκιβώτια με θαλασσινό νερό.
Η έκρηξη της 11ης Ιουλίου
Στις 11 Ιουλίου, ενώ οι καιρικές συνθήκες ήταν δυσμενείς, στις 03:40 το πρωί, εργαζόμενοι στο γειτονικό ηλεκτροπαραγωγό εργοστάσιο παρατήρησαν «μερικά φώτα στον ουρανό», τα οποία προέρχονταν από την μεριά της ναυτικής βάσης και σήμαναν συναγερμό. Μετά από μερικά λεπτά, ο επικεφαλής αξιωματούχος της ναυτικής βάσης είδε λάμψη, και μετά ότι μερικά από τα εμπορευματοκιβώτια είχαν αρπάξει φωτιά. Το προσωπικό της βάσης κινητοποιήθηκε για να σβήσει την φωτιά. Ο αστυνομικός σταθμός και η πυροσβεστική ενημερώθηκαν και δύο πυροσβεστικά οχήματα και έξι πυροσβέστες έφτασαν στο χώρο. Στις 5:00, ο Αρχηγός της Εθνικής Φρουράς, ο Διοικητής της πυροσβεστικής και άλλοι αξιωματούχοι ενημερώθηκαν για την φωτιά και τις εκρήξεις. Στις 5:17, ο Διοικητής του Ναυτικού έφτασε στην ναυτική βάση και διέταξε να εκκενώσουν τον χώρο. Ζήτησε επίσης τη συνδρομή από την Εθνική Φρουρά ελικοπτέρων ώστε να βοηθήσουν την κατάσβεση της φωτιάς. Περίπου στις 5:50 το πρωί, μια μεγάλη έκρηξη που προκάλεσε ωστικό κύμα, προκάλεσε τον θάνατο 13 ανθρώπων και τον τραυματισμό άλλων 62. Καταστράφηκε ο γειτονικός σταθμός, ενώ υπήρχαν ζημίες σε υποδομές στην ναυτική βάση, στα γύρω χωριά και στον αυτοκινητόδρομο Λευκωσίας Λεμεσού.
Επακόλουθα της έκρηξης
Μετά την έκρηξη στο Μαρί, ο υπουργός Αμύνης Κώστας Παπακώστας, ο υπουργός Εξωτερικών Μάρκος Κυπριανού (προερχόμενος από το ΔΗΚΟ) και ο Αρχηγός της Εθνικής Φρουράς Πέτρος Τσαλικίδης παραιτήθηκαν. Την ίδια ημέρα, στις 13:30, συγκλήθηκε έκτακτη συνεδρίαση του Υπουργικού Συμβουλίου. Μετά τη συνεδρίαση, ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Στέφανος Στεφάνου δήλωσε ότι όλα τα θύματα «είναι Κύπριοι» και ότι «αμφισβητούμε το γεγονός ότι κάποιος σκόπιμα προκάλεσε την έκρηξη. Οι κηδείες των θυμάτων θα γίνουν με δημόσια δαπάνη».
Η κοινή γνώμη και τα κόμματα της αντιπολίτευσης ζητούσαν την παραίτηση της κυβέρνησης. Ο πρόεδρος ανέθεσε σε ανεξάρτητη επιτροπή να μελετήσει τα γεγονότα που οδήγησαν στην έκρηξη και στις 3 Οκτωβρίου παρέδωσαν πόρισμα με το οποίο επέρριπταν ευθύνες στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, ο οποίος απέρριψε το πόρισμα.
Τον Ιούλιο του 2013, ο Κώστας Παπακώστας βρέθηκε ένοχος για ανθρωποκτονία, με το δικαστήριο να δηλώνει πως «έκλεισε τα μάτια του στον κίνδυνο» σχετικά με την φύλαξη εκρηκτικών. Καταδικάστηκε σε 5 χρόνια φυλάκηση.[13] Απεβίωσε καθώς εξέτιε την ποινή του.
Ο αρχηγός της Εθνικής Φρουράς Πέτρος Τσαλικίδης αντιμετώπισε το στρατοδικείο στην Ελλάδα, αφού διακρατικές συμφωνίες Ελλάδας-Κύπρου παρείχαν ασυλία στον Έλληνα στρατιωτικό.[15] Τελικά καταδικάστηκε για ανθρωποκτονία από αμέλεια σε εφτά χρόνια φυλάκιση, άσκησε έφεση και αφέθηκε ελεύθερος χωρίς περιοριστικά μέτρα.
Οικονομικές επιπτώσεις
Η Κύπρος, μια χώρα με πληθυσμό 800 χιλιάδες κατοίκους και 18 δισεκατομμύρια ευρώ Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν, υπέφερε οικονομικά από την καταστροφή. Οι ζημιές στην ηλεκτροπαραγωγό μονάδα της ΑΗΚ υπολογίστηκαν αρχικά στα 700 εκατομμύρια ευρώ αν και αργότερα το κόστος της ανακατασκευής εκτιμήθηκε στα 300-400 εκατομμύρια ευρώ. Τον Δεκέμβριο του 2012 ανακοινώθηκε πως οι ασφαλιστικές εταιρείες θα πλήρωναν συνολικά 132 εκατομμύρια ευρώ.
Ως αποτέλεσμα της έκρηξης και της καταστροφής του ηλεκτροπαραγωγού σταθμού, η παροχή ηλεκτρισμού στο κοινό διακόπηκε. Η Αρχή Ηλεκτρισμού Κύπρου αργότερα εφάρμοσε κυλιόμενες διακοπές ρεύματος 2 εως 3 ανά περιοχή, οι οποίες όμως δεν αφορούσαν αεροδρόμια, νοσοκομεία ή τουριστικές περιοχές. Στις 16 Ιουλίου υπογράφηκε συμφωνία για μεταφορά ρεύματος από την Τουρκική Δημοκρατία της Βόρειας Κύπρου έως το τέλος του Αυγούστου.
Στις 14 Ιουλίου έφθασε στη Λεμεσό ένα πλοίο με δέκα γεννήτριες από το Ισραήλ, με συνολική δυναμικότητα 10 megawatt. Αυτές οι γεννήτριες είχαν παραχωρηθεί σε βιομηχανικές μονάδες, οι οποίες αντιμετώπιζαν προβλήματα με τις περικοπές ηλεκτροδότησης λόγω της έκρηξης στη ναυτική βάση «Ευάγγελος Φλωράκης».[20] Επίσης, στη Κύπρο είχαν φθάσει γεννήτριες από την Ελλάδα. Για αυτό τον σκοπό, τεχνικοί της ΑΗΚ και της ΔΕΗ βρίσκονταν σε επικοινωνία.
(WIKIPEDIA)