Πράσινο για καταχώρηση αίτησης για έκδοση προνομιακού εντάλματος certiorari, με σκοπό την ακύρωση ενταλμάτων σύλληψης τεσσάρων προσώπων σε σχέση με τα επεισόδια που εκτυλίχθηκαν στο Προεδρικό και στο συγκρότημα ΔΙΑΣ, άναψε το Δικαστήριο, το οποίο έκρινε πως η Αστυνομία δεν είχε στα χέρια της μαρτυρία που να εμπλέκει τα εν λόγω πρόσωπα στα υπό διερεύνηση αδικήματα, για τα οποία φόρεσαν χειροπέδες.
Η Αστυνομία, υπό το βάρος των έντονων επικρίσεων ότι δεν έλαβε μέτρα για αποτροπή των επεισοδίων, αφού υπήρχαν δημόσιες καταγγελίες πως υπήρχαν πληροφορίες για τις οποίες ήταν ενήμερες οι Αρχές, με τον Αρχηγό μάλιστα να παραδέχεται πως «χρειαζόταν περισσότερος κόσμος για αντιμετώπιση του όγκου των διαδηλωτών», προχώρησε άμεσα σε αριθμό συλλήψεων.
Ανάμεσα σε αυτούς, και η οικογένεια που επέβαινε σε ημιφορτηγό, η οποία ωστόσο προσέφυγε στη Δικαιοσύνη, με το Δικαστήριο να διαπιστώνει εκ πρώτης όψεως, πως η Αστυνομία δεν είχε στα χέρια της μαρτυρία που να δικαιολογεί τα εντάλματα σύλληψης.
Θέση της υπεράσπισης των αιτητών, οι οποίοι εκπροσωπούνταν από τον δικηγόρο Αλέξανδρο Κληρίδη, ήταν πως «το Δικαστήριο στερείτο δικαιοδοσίας να εκδώσει το επίδικο ένταλμα σύλληψης, γιατί από το περιεχόμενο της ένορκης δήλωσης της αστυνομικού που υποστήριζε την έκδοση του, δεν προέκυπτε εύλογη υποψία για τη διάπραξη των υπό διερεύνηση αδικημάτων από τους αιτήτές. Περαιτέρω διατείνονται ότι δεν υπήρχε αναγκαιότητα για την έκδοση του και ότι εκδόθηκε κατά παράβαση της αρχής της αναλογικότητας».
Οι τέσσερις αιτητές, όπως αναφέρεται στην απόφαση του Ανώτατο, είχαν λάβει μέρος σε εκδήλωση διαμαρτυρίας κατά των μέτρων της Κυβέρνησης για την πανδημία, που πραγματοποιήθηκε στις 18.7.2021, έξω από το Προεδρικό, ενώ στη συνέχεια πορεύθηκαν στο συγκρότημα ΔΙΑΣ., όπου προκλήθηκαν σοβαρά τα επεισόδια.
Μέλος της αστυνομίας που βρισκόταν στο καθήκον στο Προεδρικό, αντιλήφθηκε επτά διαδηλωτές να επιβιβάζονται σε ημιφορτηγό, το οποίο διέθετε κλειστή κάσια. Αναφέρεται στην υποστηρικτική ένορκη δήλωση ότι, «μετά από παρακολούθηση του εν λόγω φορτηγού, διαπιστώθηκε ότι οι επιβαίνοντες του εν λόγω ημιφορτηγού είχαν λάβει μέρος και στη διαμαρτυρία που έγινε στο συγκρότημα του ΔΙΑΣ».
Το ημιφορτηγό, όπως αναφέρεται, ανακόπηκε στη συνέχεια από περίπολο της Αστυνομίας. Σύμφωνα με την υποστηρικτική ένορκη δήλωση, «‘’τα πρόσωπα τα οποία επέβαιναν σε ημιφορτηγό εξήλθαν από την κάσια και επιτέθηκαν στα μέλη της αστυνομίας’’. Οι πρώτοι τρεις αιτητές, που προφανώς είχαν εξέλθει από την κάσια, συνελήφθησαν επιτόπου για αυτόφωρα αδικήματα. Ο τέταρτος αιτητής, που ήταν ο οδηγός του ημιφορτηγού, δεν αναφέρεται να αδικοπράγησε κατά την ανακοπή του ημιφορτηγού και δεν αναφέρεται ότι συνελήφθηκε».
Σύμφωνα πάντα με τα όσα αναφέρει η απόφαση, το περιστατικός της ανακοπής του ημιφορτηγού δεν συνδέεται με τα επίδικα εντάλματα σύλληψης που αφορούσαν σε αδικήματα που φέρονταν να είχαν διαπραχθεί στο χώρο του Προεδρικού και του συγκροτήματος ΔΙΑΣ.
«Προς συμπλήρωση της εικόνας των γεγονότων, σημειώνεται ότι η υποστηρικτική ένορκη δήλωση αφορούσε ακόμη πέντε πρόσωπα που δεν είχε καταδειχθεί να σχετίζονται με τους αιτητές. Το ένα πρόσωπο είχε συλληφθεί για αυτόφωρο αδίκημα στο χώρο του Προεδρικού, ενώ τα άλλα τέσσερα φέρονται ως οι διοργανωτές της εκδήλωσης».
Εκ πρώτης όψεως… χαστούκι σε Αστυνομία και Δικαστή
Στην απόφαση του το Ανώτατο Δικαστήριο, ανέφερε πως πέραν την παρουσίας των εν λόγω προσώπων στο χώρο του Προεδρικού, και ότι αυτό μπορεί να συνεπάγεται, δεν παρουσιάστηκε καμία συγκεκριμένη μαρτυρία ότι οι αιτητές διέπραξαν ως αυτουργοί άλλο αδίκημα ή ότι ήταν συναυτουργοί, βοηθώντας, παρακινώντας, συμβουλεύοντας ή προάγοντας οποιονδήποτε άλλο να διαπράξει οποιονδήποτε αδίκημα.
«Κατά πόσο η παρουσία τους στο χώρο, κάτω από τις περιστάσεις που περιγράφονται στην υποστηρικτική ένορκη δήλωση, θα μπορούσε να ήταν ικανοποιητική για να εγείρει εύλογη υποψία ότι ενέχονταν στη διάπραξη των δέκα αδικημάτων σε σχέση με τα οποία εκδόθηκαν τα επίδικα εντάλματα δεν θα κριθεί στο στάδιο αυτό. Για σκοπούς της παρούσας αίτησης για άδεια, αρκεί ότι διαπιστώνεται εκ πρώτης όψεως και συζητήσιμη υπόθεση ότι το υλικό που είχε ενώπιον του ο Δικαστής δεν του επέτρεπε να διαμορφώσει την απαραίτητη εύλογη υπόνοια ότι οι αιτητές είχαν διαπράξει τα επτά από τα δέκα αδικήματα αναφορικά με τα οποία εξέδωσε τα εντάλματα (κατοχή και μεταφορά εκρηκτικών υλών, πρόκληση κακόβουλης ζημιάς, εμπρησμός, συνωμοσία προς διάπραξη κακουργήματος, οχλαγωγία και διέγερση προς διάπραξη ποινικού αδικήματος)».
Το Ανώτατο υπέδειξε πως θα μπορούσε η μαρτυρία να ικανοποιήσει το αδίκημα του άρθρου 7, που αφορούσε τον περί Λοιμοκαθάρσεως Νομο, καθώς κατά τον ουσιώδη χρόνο απαγορεύονταν οι εκδηλώσεις και οι μαζικές συναθροίσεις.
Ωστόσο, θέση του δικηγόρου των αιτητών, Αλέξανδρος Κληρίδης, ανέφερε πως και αυτό να ήταν, δεν ήταν αναγκαία τα εντάλματα σύλληψης, με τον Δικαστή να συμφωνεί με την θέση της υπεράσπισης.
«Ο Δικαστής είχε διαπιστώσει εύλογη υπόνοια για τη διάπραξη του συνόλου των αδικημάτων, τα οποία αναφέρονται στα εντάλματα και έκρινε ότι ικανοποιείτο και η προϋπόθεση της αναγκαιότητας για την έκδοση των ενταλμάτων σύλληψης των αιτητών. Υπήρξε εισήγηση στην τελευταία παράγραφο της υποστηρικτικής ένορκης δήλωσης, ότι η σύλληψη των αιτητών ήταν εύλογα αναγκαία και ανάλογη λόγω της σοβαρότητας των αδικημάτων, προς αποφυγή επηρεασμού μαρτύρων από τους οποίους είχαν ληφθεί ή επρόκειτο να ληφθούν καταθέσεις, διαφυγής των αιτητών και επέμβασης στο έργο της δικαιοσύνης. Οι εισηγήσεις έγιναν σε σχέση με τα διερευνώμενα αδικήματα, όπως παρουσιάζονταν στην αίτηση της Αστυνομίας και σε σχέση με τα πρόσωπα που η υποστηρικτική ένορκη δήλωση αφορούσε.
Λαμβάνοντας ως δεδομένο, για σκοπούς της εξέτασης της επιμέρους τύχης της αίτησης, ότι η εύλογη υπόνοια περιοριζόταν στα αδικήματα, η διάπραξη των οποίων θα μπορούσε να τεκμηριωθεί με την παρουσία και μόνο των αιτητών στην εκδήλωση και στο χώρο του Προεδρικού, προκύπτει εκ πρώτης όψεως υπόθεσης και υπάρχει συζητήσιμο ζήτημα ότι του ενώπιον του Δικαστή υλικό δεν μπορούσε να ικανοποιήσει την προϋπόθεση της αναγκαιότητας για την έκδοση των επίδικων ενταλμάτων και δεν τηρήθηκε η αρχή της αναλογικότητας».
Το Ανώτατο απεφάνθη πως η υπεράσπιση έχει, εν κατακλείδι, καταδείξει, σε σχέση με τα επτά πρώτα προαναφερθέντα αδικήματα, τα οποία τα εντάλματα αφορούσαν, εκ πρώτης όψεως υπόθεση για την χορήγηση άδειας για να καταχωρήσουν αίτηση για certiorari, στη βάση ότι δεν ικανοποιείτο η προϋπόθεσης της ύπαρξης εύλογης αιτίας ότι οι αιτητές τα είχαν διαπράξει, ενώ σε σχέση με τα άλλα τρία αδικήματα, τα οποία αφορούσαν των περί Λοιμοκαθάρσεως Νόμο, το Δικαστήριο υπέδειξε πως δεν ικανοποιείτο η προϋπόθεση της αναγκαιότητας για την έκδοση τους και δεν τηρήθηκε η αρχή της αναλογικότητας.
(ΠΗΓΗ: REPORTER )