Εκτίναξη των περιστατικών σωματικής και σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών στη χώρα μας κατά τη διάρκεια της πανδημίας, με τη σεξουαλική κακοποίηση στα κορίτσια να είναι σχεδόν διπλάσια από το 2020 μέχρι το 2022, δείχνουν τα στοιχεία της Ιατροδικαστικής Υπηρεσίας Θεσσαλονίκης.
«Κατά τη διάρκεια της πανδημίας εκτινάχτηκαν τα περιστατικά σωματικής και σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών. Το πρόβλημα είναι πολύ πιο εκτεταμένο από αυτό που φτάνει και καταγράφεται στις υπηρεσίες, εξαιτίας του γεγονότος ότι οι υπηρεσίες δεν είναι αποκεντρωμένες, δεν υπάρχει η κατάλληλη εκπαίδευση των παιδιάτρων ώστε να αναγνωρίζουν το πρόβλημα και δεν υπάρχει κατάλληλος χώρος, όπου μπορούν να διενεργηθούν όλα όσα απαιτούνται για πλήρη έλεγχο που δεν υποβάλλει το παιδί σε ταλαιπωρία», δηλώνει η προϊσταμένη της Ιατροδικαστικής Υπηρεσίας Θεσσαλονίκης, ιατροδικαστής Ελένη Ζαγγελίδου.
Όπως αναφέρει «από το 2004 έως το 2008 εξετάστηκαν από την Ιατροδικαστική Υπηρεσία Θεσσαλονίκης 56 περιστατικά που αφορούσαν σεξουαλική κακοποίηση και 20 που αφορούσαν σωματική κακοποίηση. Από το 2020 μέχρι σήμερα εξετάστηκαν 72 παιδιά με δεδομένες σωματικές βλάβες και 60 ανήλικα αγόρια και 88 ανήλικα κορίτσια για σεξουαλική κακοποίηση. Από τους αριθμούς των εξεταζόμενων παιδιών προέκυψε θετικό αποτέλεσμα για σεξουαλική κακοποίηση στο 60%, ενώ στο 40% το αποτέλεσμα ήταν αρνητικό. Η σεξουαλική κακοποίηση στα κορίτσια ήταν σχεδόν διπλάσια από το 2020 μέχρι το 2022. Η Ιατροδικαστική Υπηρεσία Θεσσαλονίκης καλύπτει πληθυσμό περίπου 1.200.000 πολιτών και εξετάζει παιδιά ύστερα από εντολή προανακριτικών και ανακριτικών αρχών».
Την ίδια στιγμή ο παιδοψυχίατρος-ψυχοθεραπευτής, Διευθυντής του Παιδοψυχιατρικού Τμήματος του Ιπποκράτειου Βάιος Νταφούλης τονίζει ότι από το 2019 έως τον Σεπτέμβριο του 2022, διερευνήθηκαν και αξιολογήθηκαν 117 περιπτώσεις καταγγελλόμενης κακοποίησης κυρίως σεξουαλικής, αλλά και σωματικής και συναισθηματικής κακομεταχείρισης-παραμέλησης ανηλίκων. Τα έτη 2021- 2022 παρατηρήθηκε αυξητική τάση. Οι ανήλικοι αντιμετωπίστηκαν κατά κανόνα στα εξωτερικά ιατρεία, ενώ νοσηλεύτηκαν σε ποσοστό 7-10 %. Το ίδιο χρονικό διάστημα το 65%-75% των καταγγελιών για σεξουαλική κακοποίηση αφορούσε παιδιά ηλικίας 3-7 ετών, με το 92% των δραστών να προέρχεται από το άμεσο οικογενειακό περιβάλλον».
Σύμφωνα με τον κ. Νταφούλη, «στην ψυχή των παιδιών-εφήβων με κακοποίηση κυριαρχούν ο φόβος να ειπωθεί η αλήθεια, ο φόβος για διαπροσωπικές επαφές και σχέσεις με ενήλικο, η ντροπή, η ανησυχία για τις συνέπειες της πράξης τους, η κατάθλιψη τα ψυχοσωματικά προβλήματα, οι εφιάλτες, η εσωστρέφεια, η κακή σχολική επίδοση και η μειωμένη αυτοπεποίθηση».
Αναλυτικά στοιχεία θα παρουσιαστούν στο διαδικτυακό σεμινάριο με θέμα την παιδική κακοποίηση που διοργανώνει η Ιατρική Εταιρεία Θεσσαλονίκης, την Τετάρτη 19 Οκτωβρίου, στις 7μ.μ, με συμμετοχή ομιλητών από όλες τις εμπλεκόμενες ειδικότητες οι οποίες σχετίζονται με την αναγνώριση και την αντιμετώπιση ενός αφανούς εγκλήματος που έχει μεγάλες διαστάσεις. Οι ειδικοί θα προσπαθήσουν να φωτίσουν τις σημαντικότερες μορφές παιδικής κακοποίησης: συναισθηματική, φυσική και σεξουαλική.
Πώς αναγνωρίζεται η κακοποίηση
Στη διαφορική διάγνωση κάθε τραυματισμού σε παιδιά πρέπει να συμπεριλαμβάνεται και η κακοποίηση. «Η λήψη ενός καλού ιστορικού είναι ζωτικής σημασίας, καθώς είναι ενδεικτικό κακοποίησης όταν το παιδί δεν εξηγεί τις κακώσεις. Η διάγνωση της κακοποίησης είναι βέβαιη όταν υπάρχουν τραυματισμοί με πολλαπλές εντοπίσεις σε διάφορα στάδια επούλωσης ή όταν υπάρχουν ύποπτα σημάδια. Οι πιο συνηθισμένες κακώσεις αφορούν μώλωπες, δήγματα, εγκαύματα, κατάγματα, κοιλιακό τραύμα και κρανιοεγκεφαλική κάκωση», εξηγεί ο παιδοχειρουργός Βασίλειος Λαμπρόπουλος.
Παράλληλα αναφέρει ότι «είναι απαραίτητη η λήψη έγχρωμων ψηφιακών φωτογραφιών από διαφορετικές γωνίες πριν τη θεραπεία με ή χωρίς συναίνεση. Απαραίτητη είναι και η καταγραφή του ονόματος του ασθενούς, της κάκωσης, του ονόματος του φωτογράφου και των άλλων παρόντων ατόμων στο πίσω μέρος των φωτογραφιών και η τοποθέτηση του φωτογραφικού υλικού σε σφραγισμένο φάκελο που συνοδεύει το ιστορικό του ασθενούς. Ο ασθενής πρέπει να υποβάλλεται σε διαγνωστικές εξετάσεις για να αποκλειστούν άλλα ιατρικά ή οργανικά αίτια, ενώ γίνεται πλήρης ακτινολογικός έλεγχος. Όταν διαπιστώνεται κακοποίηση γίνεται άμεσα αναφορά στις αρχές».
Από την πλευρά της, η παιδίατρος – νεφρολόγος Στέλλα Σταμπουλή εξηγεί ότι «παιδιά σε κίνδυνο για κάθε μορφή κακοποίησης είναι τα παιδιά με ειδικές ανάγκες, με διανοητική αναπηρία, νευρολογική διαταραχή, χρόνια νοσήματα και αναγνώριση ομοφυλοφιλίας. Επίσης αυτά που ζουν με γονείς ή φροντιστές που κάνουν κατάχρηση αλκοόλ ή ναρκωτικών, έχουν ψυχική ή νευρολογική διαταραχή ή εμπλέκονται σε εγκληματικές δραστηριότητες. Οι οικονομικές δυσκολίες, η ακραία φτώχεια, οι οικογενειακές κρίσεις, η βία μεταξύ μελών της οικογένειας και η κοινωνική απομόνωση συνθέτουν ένα περιβάλλον που ευνοεί την κακοποίηση των παιδιών». Σύμφωνα με την ίδια, «θα αναζητήσουμε κάθε είδους παραμέληση, εγκατάλειψη, φυσική, ιατρική, συναισθηματική ή εκπαιδευτική σε παιδιά με χαμηλό βάρος ή παχυσαρκία, κακή υγιεινή, ακατάλληλα για την εποχή ή παλιά ρούχα. Επιπλέον σε παιδιά που ζητιανεύουν ή κλέβουν τροφή ή χρήματα, κρύβουν φαγητό για αργότερα, έχουν φτωχό ιστορικό σχολικής φοίτησης, έλλειψη κατάλληλης ιατρικής ή οδοντιατρικής φροντίδας, απουσία εμβολιασμών και μένουν χωρίς επίβλεψη στο σπίτι για μεγάλα χρονικά διαστήματα».
Όπως επισημαίνει η κυρία Σταμπουλή «η παιδική κακοποίηση έχει ως συνέπεια μειωμένη διά βίου σωματική και ψυχική υγεία με κοινωνικές και επαγγελματικές προεκτάσεις. Ένα παιδί που κακοποιείται είναι πιο πιθανό να κακοποιεί άλλους ως ενήλικας με αποτέλεσμα η βία να μεταβιβάζεται από τη μια γενιά στην άλλη».
Ο ρόλος του εκπαιδευτικού
Καθοριστικός είναι και ο ρόλος του εκπαιδευτικού στην αναγνώριση της παιδικής κακοποίησης. «Οι εκπαιδευτικοί μπορούν να παρατηρήσουν τις ενδείξεις κακοποίησης ή παραμέλησης. Τα σημάδια στο σώμα, η φοβισμένη συμπεριφορά, η παραβατική συμπεριφορά, η καθυστερημένη αποχώρηση από το σχολείο ή η προσέλευση πολύ νωρίτερα, οι μαθησιακές δυσκολίες που δεν σχετίζονται με παθολογικά και ψυχολογικά αίτια, ο μεγάλος αριθμός απουσιών, η ξαφνική πτώση της σχολικής επίδοσης, η κόπωση, το χαμηλό σωματικό βάρος, η κακή σωματική υγιεινή είναι ενδείξεις ότι ένας μαθητής είναι θύμα κακοποίησης ή παραμέλησης», τονίζει ο προϊστάμενος του 1ου Κέντρου Διάγνωσης Αξιολόγησης και Υποστήριξης Β’ Θεσσαλονίκης, Νίκος Απτεσλής.
Ο ίδιος προσθέτει ότι «ο εκπαιδευτικός που αντιλαμβάνεται ή πληροφορείται ότι έχει διαπραχθεί κακοποίηση σε βάρος ανηλίκου, το ανακοινώνει στον διευθυντή της σχολικής μονάδας και εκείνος το καταγγέλλει αμέσως στον εισαγγελέα ή την αστυνομία».
Ο ρόλος του κοινωνικού λειτουργού
Όπως εξηγεί η κοινωνική λειτουργός στο νοσοκομείο «Παπαγεωργίου», Κατερίνα Φωτιάδου «ο κοινωνικός λειτουργός εμπλέκεται στην ανίχνευση κακοποίησης κάνοντας συναντήσεις με την οικογένεια και σε κάποιες περιπτώσεις με το ίδιο το παιδί. Με τη λήψη ενός ολοκληρωμένου κοινωνικού ιστορικού γίνεται συλλογή πληροφοριών για το παιδί και την οικογένειά του. Εφόσον μετά τη διαδικασία ανίχνευσης συλλέξει πληροφορίες που οδηγούν σε βάσιμη υποψία κακοποίησης, αναφέρει το περιστατικό στις αρμόδιες αρχές».
Το Τμήμα Προστασίας Ανηλίκων
Η αρμοδιότητα για την έρευνα εγκλημάτων όπως ο βιασμός, η προσβολή γενετήσιας αξιοπρέπειας, η ασέλγεια, η αποπλάνηση, η πορνογραφία και η μαστροπεία ανήκει στο Τμήμα Προστασίας Ανηλίκων. «Ο κώδικας ποινικής δικονομίας, που αφορά τον τρόπο εξέτασης των ανήλικων θυμάτων απαιτεί διορισμό παιδοψυχίατρου-ψυχολόγου, συνεργασία με ανακριτικούς υπαλλήλους και καταχώρηση της κατάθεσης σε ηλεκτρονικό οπτικοακουστικό μέσο, ενώ απαγορεύει τις παραπειστικές ερωτήσεις. Τα παιδιά εξετάζονται χωρίς όρκο και έχουν τη δυνατότητα να μην παρουσιαστούν στην ακροαματική διαδικασία. Ακόμα επισημαίνεται η αναγκαιότητα εξέτασης κοριτσιών από γυναίκες αστυνομικούς, επειδή τα παιδιά θυματοποιούνται στη συντριπτική πλειοψηφία τους από άντρες. Η διεξαγωγή της συνέντευξης από άντρα αυξάνει σημαντικά το άγχος τους, επηρεάζοντας την αξιοπιστία της κατάθεσης», δηλώνει ο υπαστυνόμος Β΄ Λάζαρος Γρηγοριάδης.
Ο πρόεδρος της Ιατρικής Εταιρίας Θεσσαλονίκης, καθηγητής Μαιευτικής Γυναικολογίας του ΑΠΘ, Απόστολος Αθανασιάδης σημειώνει ότι «τα εγκλήματα που διαπράττονται σε βάρος παιδιών και ανηλίκων μένουν στην πλειονότητά τους κρυφά και για αυτό χαρακτηρίζονται κρυφά εγκλήματα. Ο εγκλεισμός για μεγάλο χρονικό διάστημα στο σπίτι αύξησε την ενδοοικογενειακή βία, στέρησε από τα παιδιά το κοινωνικό περιβάλλον του σχολείου και τα έκανε περισσότερο ευάλωτα, άρα πιο εύκολα θύματα, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι προ πανδημίας και εγκλεισμού το πρόβλημα δεν υπήρχε. Η πανδημία έκανε επιτακτική την ανάγκη να μιλήσουμε γι αυτό».
(NEWSBOMB)