Πολλά περιστατικά παιδικού εκφοβισμού και παραβατικής συμπεριφοράς δεν καταγράφονται από φόβο των σχολικών μονάδων να μην πληγεί η φήμη τους, δήλωσε τη Δευτέρα η Πρόεδρος της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, Ειρήνη Χαραλαμπίδου, αναφέροντας ότι η Αστυνομία έχει χειριστεί 231 σοβαρές υποθέσεις τον προηγούμενο χρόνο, με παραβάτες παιδιά.
Η Επιτροπή συζήτησε το φαινόμενο επιθετικών, κακοποιητικών και εκφοβιστικών συμπεριφορών με θύτες και θύματα ανηλίκους, ζήτημα το οποίο, θεωρούν ως «υψίστης σημασίας», είπε η κ. Χαραλαμπίδου και που παρακολουθούν συνεχώς.
Σε δηλώσεις της μετά τη συνεδρία η κ. Χαραλαμπίδου είπε ότι είναι με «μεγάλη λύπη» που καταγγέλλει ότι ο νόμος για την πρόληψη της ενδοσχολικής βίας, ο οποίος έχει ψηφιστεί το 2020 από τη Βουλή, παραμένει ανενεργός, καθώς προϋπόθεση για την ενεργοποίηση του, ήταν με απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου. Είπε ότι αυτό καταγγέλθηκε από όλους τους εμπλεκόμενους φορείς. Διερωτήθηκε πως θα υπάρξει αξιολόγηση των μέτρων που εφαρμόζονται και των μέτρων πρόληψης και καταστολής εφόσον δεν έχει εφαρμοστεί ο συγκεκριμένος νόμος.
Είπε ακόμη, ότι τους «ανησύχησε ιδιαίτερα» το γεγονός ότι η Αστυνομία κατήγγειλε το 2021, 231 περιστατικά τα οποία εμπλέκουν ανήλικους, σοβαρά περιστατικά βίας, συμπεριλαμβανομένων και σεξουαλικών εγκλημάτων. Κάποια από αυτά τα παιδιά, είπε, είναι μαθητές και φοιτούν σε σχολεία.
Η κ. Χαραλαμπίδου ανέφερε ακόμη, ότι έχει αναφερθεί στην Επιτροπή πως πολλά περιστατικά δεν καταγράφονται, προκειμένου τα σχολεία να προστατέψουν τη φήμη τους.
Σύμφωνα με την Πρόεδρο της Επιτροπής, καταγγέλθηκε από τους γονείς και τους εκπαιδευτικούς, και συγκεκριμένα, από την ΟΕΛΜΕΚ, ότι ο στόχος είναι να αποδειχθεί ότι η απόφαση για τις εξετάσεις τετραμήνων, είναι ένας στόχος που επιτυγχάνεται, με αποτέλεσμα όλα αυτά τα οποία θα έπρεπε να γίνονται είτε σε θέματα σεξουαλικής διαπαιδαγώγησης, είτε πρόληψης, καταστολής ενδοσχολικής βίας, να περιθωριοποιούνται γιατί οι εκπαιδευτικοί αναλώνουν τον χρόνο, κάτω από την πίεση να διδάξουν την ύλη, για να μπορέσουν τα παιδιά να ανταποκριθούν στην πίεση που αφορά στις εξετάσεις τετραμήνων.
Είπε ακόμη, ότι οι παρεμβάσεις που αφορούν στο θέμα ενδοσχολικού εκφοβισμού «είναι αποσπασματικές», και γι’ αυτό δεν αποδίδουν, ενώ θα έπρεπε να υπάρχει ένας συντονισμός ανάμεσα σε όλους τους εμπλεκόμενους φορείς, Υπουργεία, και αρμόδιες υπηρεσίες, προκειμένου να υπάρξουν ουσιαστικά αποτελέσματα.
Η κ. Χαραλαμπίδου, επεσήμανε ότι στην περίπτωση του ενδοσχολικού εκφοβισμού, εκτός από το θύμα, χρειάζεται και το παιδί-θύτης στήριξη γιατί είναι και εκείνα θύματα, όπως είπε, αφού μπορεί να προέρχονται από ένα περιβάλλον που τους έχει καλλιεργήσει αρνητικές εικόνες με αποτέλεσμα να εκφράζονται βίαια εναντίων συμμαθητών τους. «Χρειάζεται μια ολοκληρωμένη παρέμβαση», είπε, και δράσεις προς πολλές κατευθύνσεις.
Είπε ότι την ίδια την «ανησυχεί ιδιαίτερα» ότι αν οι γονείς, είτε του θύτη ή του θύματος, είναι αρνητικοί στο να λάβει το παιδί τους στήριξη, δένονται κάπως τα χέρια των υπηρεσιών και είναι ένα θέμα που θα πρέπει να δουν, και ως Κοινοβούλιο, πως μπορούν να παρέμβουν ακόμα και μέσα από προτάσεις νόμου, «προκειμένου αν είναι σοβαρά τα περιστατικά να μπορεί το Υπουργείο Παιδείας και οι αρμόδιες υπηρεσίες να βρουν και να φροντίζουν την ψυχική υγεία του μαθητή».
Η κ. Χαραλαμπίδου είπε ακόμη ότι πρέπει οι ενδοσχολικής μονάδες να ενισχυθούν από εκπαιδευτικούς ψυχολόγους, τουλάχιστον ένας σε κάθε σχολείο, αφού τώρα, αναλογεί ένας εκπαιδευτικός ψυχολόγος ανά 2.500 χιλιάδες μαθητές.
Ο Πρόεδρος της ΟΕΛΜΕΚ, Κωνσταντίνος Κωνσταντινόπουλος, είπε σε δηλώσεις του ότι «προκαλούν μεγάλο προβληματισμό και ανησυχία» τα τελευταία φαινόμενα που έχουν λάβει μέρος στα σχολεία.
Είπε ότι, κατά τη συνεδρία της Επιτροπής, τόνισαν την ανάγκη να ληφθούν μέτρα και να υπάρξει συλλογική δράση μεταξύ όλων των φορέων και ότι κατέθεσαν εισηγήσεις τόσο γραπτώς όσο και προφορικά και είναι στη διάθεση τόσο της Επιτροπής όσο και του Υπουργείου Παιδείας, «για να προλάβουμε τέτοια περιστατικά, για να είμαστε προμηθείς και όχι επιμηθείς».
Οι εκπρόσωποι των οργανωμένων γονέων τόνισαν την ανάγκη επιμόρφωσης γονέων και παιδιών όσον αφορά παραβατικές συμπεριφορές και σχολικού εκφοβισμού.
Ο Χαράλαμπος Διονυσίου, Πρόεδρος της Παγκύπριας Συνομοσπονδίας Γονέων Μέσης Εκπαίδευσης, είπε στις δικές του δηλώσεις, ότι από την έναρξη της πανδημίας του κορωνοϊού, τα κρούσματα παραβατικής συμπεριφοράς νεανικής βίας, συναισθηματικής αστάθειας και εκφοβισμού, «έχουν αυξηθεί κατακόρυφα» στα σχολεία της Μέσης Εκπαίδευσης.
Είπε ότι θα πρέπει να υπάρχει συστηματική ενημέρωση και επιμόρφωση, τόσο των γονιών αλλά και των ίδιων των παιδιών όσον αφορά παραβατικές συμπεριφορές. Είπε ακόμη ότι, «έχουμε αποτύχει να μάθουμε στα παιδιά να μιλούν, να λένε ότι δέχονται τέτοιες συμπεριφορές, η ότι έχουν παρατηρήσει τέτοιες συμπεριφορές οι οποίες θα πλήξουν το συμμαθητή τους».
Ο κ. Διονυσίου, είπε ότι θα πρέπει να εφαρμοστεί ο θεσμός του φύλακα στα γυμνάσια, όπως εφαρμόζεται και στα λύκεια, ως αποτρεπτικός παράγοντας για τέτοια περιστατικά. «Θεωρούμε αδιανόητο το θράσος που έχουν αποκτήσει σήμερα, ο οποιασδήποτε να μπαίνει στα σχολεία με σκοπό να κτυπήσει ή να προκαλέσει βανδαλισμούς στη σχολική μονάδα όπως και το οι εκπαιδευτικοί να μπαίνουν μπροστά με σκοπό να προφυλάξουν τους μαθητές και να τραυματίζονται οι ίδιοι, αλλά και τα ίδια τα παιδιά», είπε.
Απαντώντας σε ερώτηση δημοσιογράφου, είπε ότι ίσως θα έπρεπε να εντάσσονται περισσότερες υπηρεσίες, ίσως και παιδοψυχίατρου, για τέτοια περιστατικά, καθώς, είπε, ίσως υπάρχουν περιπτώσεις όπου τα παιδιά-θύτες με τη συμπεριφορά τους εκφράζουν ότι χρειάζονται βοήθεια, και οι γονείς τους να μην μπορούν να ανταποκριθούν ή να μην αντιληφθούν ότι χρειάζονται τα παιδιά τους βοήθεια.
Ο Πρόεδρος της Παγκύπριας Συνομοσπονδίας Ομοσπονδιών Συνδέσμων Γονέων Σχολείων Δημοτικής Εκπαίδευσης, Φρίξος Ζεμπύλας, στις δικές του δηλώσεις, αναφέρθηκε στη μη-ενεργοποίηση της σχετικής νομοθεσίας, αφήνοντας έτσι, όπως είπε, πολλά κενά μέσα στις σχολικές μονάδες. Αναφέρθηκε σε περιστατικά στα δημοτικά τα οποία, όπως είπε, θεωρούν «αρκετά σοβαρά» που αφορούν σε αιχμηρά αντικείμενα, και εκφοβισμό που διαρκούσε περισσότερο από δυο χρόνια και ότι δεν υπάρχουν οι μηχανισμοί ούτως ώστε να μπορούν να αντιμετωπιστούν μέσα στις σχολικές μονάδες.
Στο θέμα πρόληψης, είπε ότι οι γονείς χρειάζονται αρκετή ενημέρωση έτσι ώστε να ξέρουν που να αποταθούν σε περίπτωση που αντιμετωπίσουν τέτοιου είδους περιστατικά, είτε το παιδί τους είναι το θύμα, ο θύτης η ο παρατηρητής τέτοιας συμπεριφοράς. Είπε ακόμη ότι τα δημοτικά είναι το κατάλληλο μέρος έτσι ώστε να προληφθούν αρκετά από τα θέματα που μετά έχουν να αντιμετωπίσουν τα γυμνάσια.
(ΠΗΓΗ: REPORTER)