Οδοιπορικό Προς το ΚΑΡΜΙ
Το ομορφότερο χωριό της Κύπρου
Τετάρτη 10 Αυγούστου 2022. Μετά από 48 χρόνια, ξεκινάμε με τον ξάδερφο Άνδρο και τη σύζυγο
μου Ξένια για το πιο όμορφο χωριό, το Κάρμι. Τα συναισθήματα ανάμεικτα. Για μένα μια νέα
επίσκεψη μετά από 48 χρόνια, για τη Ξένια, πρώτη φορά. Αφού περάσαμε το οδόφραγμα του Αγίου
Δομετίου, κατευθυνθήκαμε μέσω Κιόνελι για τον Άγιο Ιλαρίωνα. Εντελώς άγνωστα μέρη, σε σχέση
με το τι βλέπαμε πριν το 1974. Οδεύαμε σε ένα αυτοκινητόδρομο σε σχέση με τότε.
Φτάνοντας στον Άγιο Ιλαρίωνα (Άη Λαρκό) αντικρύσαμε την πανέμορφη θέα προς την Κερύνεια, τον Άη
Γιώρκη, το Τριμύθι, το Κάρμι, κλπ. Στη βουνοπλαγιά διακρίνονται ξενοδοχεία αλλά και μεγάλες
επαύλεις με τις πισίνες τους. Τόση φυσική ομορφιά, ατέλειωτη. Χωριά τοποθετημένα στο πράσινο
αντίκρυ στη θάλασσα. Το κάστρο βέβαια έχει τη δική του ιστορία. Περπατήσαμε όλο το κάστρο, μια
αρχιτεκτονική που σου γεννά απορίες πώς κατάφεραν και κτίσανε αυτό το οικοδόμημα σε τέτοιο
δύσβατο μέρος αλλά και για τη λειτουργικότητα του που είχε για την εποχή. Βγάλαμε τις
φωτογραφίες μας και αναχωρήσαμε για το Κάρμι.
Στο δρόμο η συνομιλία περιστρεφόταν για το τι θυμόμουν για το Κάρμι πριν το 1974. Κάποιες
φωτογραφίες από μνήμης, μου ήταν ακόμα πολύ ζωντανές, όπως και το ίδιο το δρομολόγιο. Πρώτη
αντίκρυση στο δρόμο ήταν το εκκλησάκι του Παναγίας Χρυσοτριμηθιώτισσας στο Τριμύθι. Στο χώρο
αυτό κάθε Δευτέρα του Πάσχα μαζευόταν όλο το χωριό και συγγενείς για το μεγάλο πανήγυρι.
Παντού οι οικογένειες αγαπημένες έκαναν τις σούβλες τους. Χαρακτηριστικό της εποχής ήταν, τόσο
η πρώτη ύλη (ξύλα ξηρά αντί καρβούνων) και για σούγλα εχρησιμοποιούσαμε τότε ίσιες βέρκες
από δάφνη ή τερατσιά. Αξέχαστες εμπειρίες.
Συνεχίσαμε το δρόμο μας για το Κάρμι. Πλησιάζοντας στο χωριό, θυμήθηκα την κατηφόρα στη
συγκεκριμένη στροφή. Τότε, ήταν το χαρακτηριστικό που είχα στο μυαλό μου για το πότε φτάναμε
στο χωριό. Σταθμεύσαμε στην πλατεία, δίπλα από την Εκκλησία της Παναγίας Χρυσελεούσας στο
Κάρμι. Τα τρία κυπαρίσσια που αγέρωχα ορθώνονταν, είναι το χαρακτηριστικό του χωριού. Το ένα
από τα τρία είναι λίγο πιο χαμηλό, αφού μια ρουκέτα το 1974 το έκοψε στα δυο. Κάποιες εικόνες,
δεν άλλαξαν τίποτα. Το καμπαναριό της εκκλησίας με τους νέους τότε να τραβάνε όλοι μαζί την
αλυσίδα για να κτυπά η καμπάνα, και πολλές φορές παρά το πάχος της, ένεκα της τριβής να μην
αντέχει το βάρος και να κόβεται πέφτοντας πάνω στα κεφάλια των νεαρών που κρεμόντουσαν από
την αλυσίδα. Ανηφορίσαμε για εντός του χωριού. Ο καφενές του Ευθύβουλου, όπως και τότε, στη
θέση του, αλλά βουβός, χωρίς τους Καρμιώτες του. Λίγο πιο πάνω, η δεξαμένη, στη θέση της ενώ το
νερό έτρεχε όπως και τότε, δροσερό, κρυστάλλινο. Βάλαμε στο πρόσωπο μας λίγο νερό. Ελεύθερο
κρύο νερό, να μας θυμίζει το ελεύθερο Κάρμι, όπως ήταν πριν.
Στις συνομιλίες μας, ήρθε στη μνήμη μας και η προγιαγιά μας, που ήταν παπαδιά. Όπως μας έλεγε
και η μάνα μου, η Μαρούλα, γύρω στα 110-112 χρόνια της, η προγιαγιά μας κατά μυστήριο τρόπο
μετά τη θεία λειτουργία της Κυριακής χάθηκε από το χωριό. Λέγεται δε ότι κατά την εξαφάνιση της
το χωριό σκεπάστηκε από ένα σύννεφο. Παρά τις προσπάθειες της οικογένειας και των χωριανών
δεν την έβρισκαν. Δεκαπέντε μέρες μετά την βρήκαν δίπλα από το εκκλησάκι του Προφήτη Ηλία.
Ήταν ντυμένη κανονικά με αλλαγμένα ρούχα και αναλλοίωτο το σώμα, ανέπαφο (την κυριακάτικη
της στολή την είχε αφήσει στο σπίτι). Να σημειώσουμε ότι λόγω του πολύ δύσβατου του
μονοπατιού που οδηγούσε στο μοναστήρι, και νέοι ακόμα δεν μπορούσαν εύκολα να πάνε.
Ανέβηκε προς τη Μονή του Προφήτη Ηλία, που στέκεται σαν φύλακας Άγγελος προς το Κάρμι από
πάνω, και αφού είχε αλλάξει τη στολή της, κάθισε κάτω από τον πεύκο πλησίον της Μονής και
έφυγε ήσυχη προς την αιωνιότητα. Τέτοια Αγία ήταν, που σε τέτοια ηλικία ανέβηκε τα δύσβατα
μονοπάτια προς το Μοναστήρι.
Δίπλα στη δεξαμένη ήταν το σπίτι της Λευκούς, όπως την έλεγαν. Την περίοδο 1955-1959, οι Άγγλοι
έκαναν τακτικές επιδρομές και ελέγχους στο σπίτι της επειδή καταζητούσαν το γιο της που είχε βγει
αντάρτης στον αγώνα.
Συνεχίσαμε τη βόλτα μας, και η ξενάγηση από τον ξάδερφο, ήταν κάτι παραπάνω από κανονικό
ρεπορτάζ δημοσιογράφου. Ήξερε τα πάντα, Από όπου περνούσαμε, έλεγε και μια ιστορία, ένα
γεγονός. Μια εμπειρία. Θα μπορούσε να είναι μια ταινία με μια ολόκληρη ζωή να καταγράφεται σε
λίγα λεπτά. Περπατήσαμε σε όλο το χωριό.
Έψαχνα για το σπίτι της θείας Μαρουλούς και του Μάρκου, το τελευταίο τότε του χωριού στην
πλαγιά του βουνού. Από εκεί, ένοιωθες πως αν άπλωνες το χέρι σου θα έφτανε στη θάλασσα.
Τέτοια η θέση του με την θέα της θάλασσας να απλώνεται αντίκρυ. Δεν το γνώρισα όμως σήμερα,
αφού κτίστηκαν μπροστά/πιο κάτω, άλλα σπίτια ψηλά, ποιος ξέρει ποιων.
Συνεχίσαμε το περπάτημα. Αυτό ήταν το σπίτι της θείας Άννας και Ξενή, εκείνο το σπίτι της
Βρυσιωτούς, το άλλο του Σμιλύ κλπ. Προχωρήσαμε προς το σπίτι της θείας Ξενούς και Βασίλη
Κουρμουζή, των γονιών του Άνδρου. Αλλοιώθηκε η όψη του/εικόνα που είχα στο μυαλό μου, αφού
τώρα κάνανε μια επίστρωση/επιχωμάτωση μπροστά του, καλύπτοντας την εξωτερική σκάλα που
συνέδεε το κάτω δωμάτιο με το πάνω. Από το παράθυρο του σπιτιού, μπορούσες να αντικρύσεις
όλη την παραλία της Κερύνειας.
Λίγο παραπέρα, προχωρήσαμε στο τελευταίο σημείο που βρισκόμουν τότε. Τότε, αφού είχαμε δει
τους συγγενείς μας στο σπίτι του Γιαννή και Κυριακούς, διασχίσαμε τότε το στενό δρομάκι και
περάσαμε απέναντι όπου βρισκόταν, και ακόμα υπάρχει, ένας μικρός φυτόκηπος. Η κουβέντα της
θείας Ξενούς που μου είπε τότε, στριφογυρίζει μέχρι και σήμερα στο μυαλό μου. Μου είναι
αξέχαστη. «Κόψε Λούκα μου πουρνελούες, γιατί να δούμε πότε εν να ξαναέρτουμε…». Προφητική
κουβέντα;
Ήταν Κυριακή, η 14 η Ιουλίου 1974. Παραμονή του Προδοτικού Πραξικοπήματος. Τότε που οι
Ανθέλληνες της ΕΚΟΚΑ Β΄σε συνεργασία με τη Χούντα των Αθηνών, συνέβαλαν στο έργο των
Τούρκων. Προδοσία και εισβολή, αποστέρησαν από τους Καρμιώτες αλλά και όλους τους
πρόσφυγες τα σπίτια τους, τις περιουσίες τους.
Αυτό όμως που κανείς δεν μπορεί να πάρει, είναι τις αναμνήσεις μας, τα βιώματα μας. Το Κάρμι,
στο μυαλό μας θα είναι πάντα ελεύθερο. Θα είναι πάντα το χωριό των γονιών μας, των θείων μας,
των παππούδων μας.
Φεύγοντας, λίγο έξω από το χωριό κατεβαίνοντας προς το Τριμύθι, ένα αυτοκίνητο ερχόμενο από
την απέναντι κατεύθυνση με κυπριακές πινακίδες μας σταμάτησε. Μας ήταν άγνωστοι.
Μιλώντας κυπριακά, μας ρώτησε αν ξέρουμε που είναι το χωριό Κάρμι. Ο ξάδερφος μου που ήταν και ο
οδηγός μας, ξέροντας πολλούς Καρμιώτες, τον ρώτησε αν ήταν Καρμιώτης. Εκείνος απάντησε πως
«όχι, άλλα η σύζυγος του κουρέα του, του είπε ότι υπάρχει ένα πολύ όμορφο χωριό που
ονομάζεται Κάρμι, και ήθελε να το επισκεφτεί». Αφού του εξήγησε πώς θα φτάσει ακριβώς, μας
ευχαρίστησε, και συνέχισε για να διαπιστώσει και ιδίοις όμμασι, το ομορφότερο χωριό, το Κάρμι!
Ανεξάρτητα από την κατοχή, το Κάρμι για εμάς θα εξακολουθήσει να είναι το ομορφότερο χωριό
της Κύπρου! Ελεύθερο στη σκέψη και στην καρδιά μας!
Λουκάς Στυλιανού