Όταν ο κεραυνός χτύπησε το καράβι του Οδυσσέα (κοντά στο νησί του Ήλιου), όλοι οι ναύτες που είχαν απομείνει πνίγηκαν, επέπλεαν σαν μαύρες κουρούνες που τις δέρνει η θάλασσα. Ο μόνος που γλίτωσε ήταν ο Οδυσσέας. Αρπάχτηκε από ένα κατάρτι, μια σανίδα του πλοίου, και το ρεύμα τον παρέσυρε αμέσως προς την αντίθετη κατεύθυνση, προς τη Χάρυβδη δηλαδή, όπου βρέθηκε σε δεινή θέση. Σώθηκε σχεδόν από θαύμα. Παρέμεινε για άλλες εννιά ημέρες, μόνος, εξαντλημένος, μες στα κύματα- τα ρεύματα τον παρέσερναν από δω και από κει, στην άκρη του κόσμου. Την ώρα που θα τον κατάπινε πια η θάλασσα, ξεβράστηκε θαλασσοδερμένος στο νησί της Καλυψώς. Ένα νησί στην άκρη του κόσμου, δε βρίσκεται καν στα όρια της επικράτειας του νερού, ένα υδάτινο άπειρο το χωρίζει από τους θεούς και τους ανθρώπους. Βρίσκεται στο πουθενά. Ο Οδυσσέας λοιπόν κείτεται εξαντλημένος και η Καλυψώ τον περιμαζεύει.
Θα παραμείνει εκεί μια αιωνιότητα, πέντε χρόνια, δέκα χρόνια, δεκαπέντε χρόνια, δεν έχει σημασία, αφού ο χρόνος πια δεν υπάρχει. Βρίσκεται έξω από το χώρο, έξω από το χρόνο. Όλες οι μέρες μοιάζουν μεταξύ τους. Ζει με την Καλυψώ σε μια διαρκή οικειότητα, μια μόνιμη συνομιλία, γεμάτη έρωτα, χωρίς καμία επαφή με κανένα, χωρίς κανέναν άλλο, οι δυο τους μέσα στην απόλυτη μοναξιά. Μέσα σε ένα χρόνο όπου τίποτα δε συμβαίνει, όπου τίποτα καινούριο δε γίνεται και γεγονότα δεν υπάρχουν, η κάθε μέρα είναι πανομοιότυπη με την προηγούμενη. Ο Οδυσσέας βρίσκεται έξω από τον κόσμο, έξω από το χρόνο, στο νησί της Καλυψώς. Η ίδια είναι όλο αγάπη και κατανόηση απέναντι στον Οδυσσέα.
Στην πραγματικότητα, από το σημείο αυτό αρχίζει ο Όμηρος την αφήγηση των περιπετειών του Οδυσσέα. Εδώ και δέκα χρόνια, ο ήρωας κρύβεται στο νησί της Καλυψώς. Μένει με τη νύμφη, έχει φτάσει στο τέρμα του ταξιδιού του, της οδύσσειάς του. Όλα αρχίζουν εδώ, εδώ παίζονται όλα. Πραγματικά, η Αθηνά, επωφελούμενη από το γεγονός ότι ο Ποσειδώνας, ο οποίος καταδιώκει τον Οδυσσέα από τη μνησικακία και το μίσος του, έχει εφησυχάσει, παρεμβαίνει. Ο Ποσειδώνας έχει πάει να επισκεφτεί τους Αιθίοπες, όπως κάνει πολλές φορές, για να γλεντήσει με τα μυθικά, αιώνια νέα αυτά πλάσματα, που αναδίνουν ευωδιά βιολέτας, δε γνωρίζουν τη σήψη και δεν έχουν ανάγκη καν να δουλεύουν, διότι κάθε πρωί βρίσκουν σε ένα λιβάδι τη ζωική και φυτική τροφή, πανέτοιμη, μαγειρεμένη όπως στη χρυσή εποχή. Κατοικούν στις δυο άκρες του κόσμου, στην άκρη της Ανατολής και στην άκρη της Δύσης. Ο Ποσειδώνας τούς επισκέπτεται στις δύο εσχατιές του κόσμου, τρώει και χαίρεται μαζί τους. Η Αθηνά επωφελείται λοιπόν από τις περιστάσεις αυτές και εξηγεί στον πατέρα της το Δία ότι η κατάσταση αυτή δεν πάει άλλο, ότι όλοι οι Έλληνες ήρωες που δε σκοτώθηκαν στην τρωική γη, ή στην επιστροφή δε χάθηκαν στη θάλασσα, έχουν επιστρέψει πια στον τόπο τους, έχουν ξαναβρεί τους δικούς τους, το σπιτικό και τη γυναίκα τους. Ένας μόνο, ο Οδυσσέας, ο ευσεβής Οδυσσέας, με τον οποίο είναι ιδιαιτέρως δεμένη, είναι φυλακισμένος στο νησί της Καλυψώς. Μπροστά στην επιμονή της κόρης του και καθώς απουσιάζει ο Ποσειδώνας, ο Δίας παίρνει την απόφασή του. Ρίχνει τα ζάρια και αποφασίζει τις τύχες: ο Οδυσσέας πρέπει να επιστρέψει. Εύκολη κουβέντα, πρέπει όμως πρώτα να τον αφήσει η Καλυψώ. Αυτό το αναλαμβάνει ο Ερμής και η αποστολή αυτή δεν του αρέσει καθόλου: δεν έχει πατήσει ποτέ το πόδι του στο σπίτι της Καλυψώς, πράγμα κατανοητό, αφού είναι ένας τόπος τού πουθενά. Είναι μακριά από τους θεούς, μακριά από τους ανθρώπους. Για να πάει κανείς, πρέπει να διασχίσει μια τεράστια έκταση αλμυρού νερού, θαλασσόνερου.
Ο Ερμής φοράει τα σανδάλια του, είναι γρήγορος σαν την αστραπή, σαν τη σκέψη. Κατσουφιάζοντας και λέγοντας ότι την παραγγελία αυτή την εκτελεί από υπακοή και μόνο και παρά τη θέλησή του, καταφθάνει στο νησί της Καλυψώς. Μένει έκθαμβος ανακαλύπτοντας αυτό τον τόπο τού πουθενά: το μικρό νησί μοιάζει με παράδεισο σε μικρογραφία. Έχει κήπους, δάση, πηγές, νερά τρεχούμενα, λουλούδια, σπήλαια ωραία επιπλωμένα, όπου η Καλυψώ τραγουδάει, κλώθει, υφαίνει, συνευρίσκεται με τον Οδυσσέα. Ο Ερμής έχει μείνει ενεός. Πλησιάζει την Καλυψώ. Δεν έχουν ιδωθεί ποτέ, αλλά αναγνωρίζει ο ένας τον άλλον. “Λοιπόν,αγαπητέ μου Ερμή, πώς από τα μέρη μας; Δε μας έχεις συνηθίσει σε επισκέψεις.- Πράγματι, της απαντάει ο Ερμής, αν ήταν στο χέρι μου δε θα είχα έρθει, μεταφέρω όμως μια εντολή του Δία. Η απόφαση έχει ληφθεί, πρέπει να αφήσεις τον Οδυσσέα να φύγει. Ο Δίας θεωρεί ότι δεν υπάρχει λόγος ο Οδυσσέας μόνο από όλους τους ήρωες της Τροίας να μη γυρίσει στο σπίτι του”. Η Καλυψώ τού απαντά: “Άσε τις αηδίες τώρα, ξέρω πολύ καλά γιατί θέλετε να αφήσω τον Οδυσσέα. Γιατί εσείς οι θεοί είστε πλάσματα αξιολύπητα, χειρότεροι από τους θνητούς, είστε ζηλιάρηδες. Την ιδέα ότι μια θεά ζει με ένα θνητό, αυτό δεν μπορείτε να υποφέρετε. Η ιδέα ότι εδώ και χρόνια ζω ήσυχα με τον άντρα αυτόν, ομόκλινό μου, αυτό σάς ενοχλεί”. Καθώς όμως δεν έχει περιθώρια επιλογής, προσθέτει: “Ωραία, σύμφωνοι, θα τον διώξω”.
Ο Ερμής ξαναγυρίζει στον Όλυμπο. Τι έκανε ο Οδυσσέας την ώρα που ο Ερμής έμπαινε στη σπηλιά της Καλυψώς; Είχε καταφύγει ολομόναχος σε έναν κάβο, μπροστά στη θάλασσα που άφριζε μανιασμένη, και έκλαιγε με όλη μου την ψυχή. Είχε γίνει ολόκληρος ένα δάκρυ. Όλη η υγρή ζωτικότητα που έκρυβε μέσα του κυλούσε από τα μάτια, το δέρμα του, δεν άντεχε άλλο. Τι είχε πάθει; Μες στην καρδιά του νοσταλγούσε την προηγούμενη ζωή του, νοσταλγούσε την Ιθάκη και τη γυναίκα του, την Πηνελόπη. Η Καλυψώ ήξερε βέβαια ότι ο Οδυσσέας εξακολουθούσε να σκέφτεται το νόστο, ότι ήταν ο άνθρωπος του νόστου. Ήλπιζε όμως ότι θα τον έκανε “να ξεχάσει το νόστο”, να μη θυμάται πια ποιος ήταν πριν. Με ποιο τρόπο; Ο Οδυσσέας είχε φτάσει ως τη χώρα των νεκρών, είχε ακούσει κάτω εκεί, ανάμεσα στους ίσκιους, τον Αχιλλέα να λέει πόσο φοβερό πράγμα είναι ο θάνατος, ότι γινόμαστε κάτι σαν φαντάσματα χωρίς ζωή και συνείδηση, σκιές ανώνυμες, το χειρότερο μέλλον που μπορεί να φανταστεί ένας άνθρωπος. Η Καλυψώ, τώρα που το ταξίδι του τέλειωσε – μαζί και τα βάσανά του-, θα του προσφέρει τη δυνατότητα να γίνει αθάνατος, να παραμείνει για πάντα νέος, να μη φοβάται πια το θάνατο και τα γηρατειά.
Δίνοντας του τη διπλή αυτή υπόσχεση, ξέρει τι κάνει. Πράγματι, υπάρχει μια ιστορία που αποκλείεται να μην την ήξερε, όλος ο κόσμος την ξέρει: η Αυγή, η Ηώς, είχε ερωτευτεί έναν πολύ όμορφο νεαρό άντρα, τον Τιθωνό. Τον έκλεψε για να ζήσει μαζί του και ζήτησε από το Δία, επειδή τάχα δεν μπορούσε χωρίς το αγόρι αυτόν να του χαρίσει την αθανασία, έτσι ώστε να μη χωρίσουνε ποτέ. Ο Δίας μισοχαμογέλασε ειρωνικά και της είπε: “Όσον αφορά την αθανασία, σύμφωνοι”. Έφτασε λοιπόν ο Τιθωνός στο παλάτι όπου κατοικεί η Αυγή στον Όλυμπο, ο νεαρός, με το προνόμιο ποτέ να μην πεθάνει, σε λίγο καιρό όμως έγινε χειρότερος και από γέρος, διότι στα εκατόν πενήντα, διακόσια χρόνια του, έγινε σαν ένα καταζαρωμένο έντομο, που δεν μπορούσε ούτε να μιλήσει ούτε να κουνηθεί και που δεν έτρωγε τίποτα. Ένας ζωντανός ίσκιος.
Η αδύνατη λησμονιά
Η Καλυψώ δεν προσφέρει κάτι τέτοιο στον Οδυσσέα, του προσφέρει τη δυνατότητα να γίνει πραγματικά θεός, αθάνατος δηλαδή και πάντα νέος. Το δραματικό στοιχείο, η ουσία αυτής της ιστορίας βρίσκεται στο δίλημμα που αντιμετωπίζει ο Οδυσσέας. Είδε τι σημαίνει θάνατος, τον είδε όταν πήγε στους Κιμμέριους, στην πύλη του Τάρταρου, τον είδε και όταν πέρασε δίπλα από τις Σειρήνες, που υμνούσαν τη δόξα του ξαπλωμένες στο νησί τους, γεμάτο με κουφάρια γύρω γύρω. Η Καλυψώ τού προσφέρει λοιπόν την κατάργηση του θανάτου και την αιώνια νεότητα- για να συντελεστεί όμως η μεταμόρφωση αυτή, πρέπει να πληρώσει ένα τίμημα. Το τίμημα που πρέπει να πληρώσει είναι ότι θα πρέπει να μείνει εκεί, να ξεχάσει την πατρίδα του. Εκτός αυτού, αν μείνει με την Καλυψώ, θα πρέπει να κρύβεται, να πάψει δηλαδή να είναι ο εαυτός του, να πάψει να είναι ο Οδυσσέας, ο ήρωας του νόστου.
Ο Οδυσσέας είναι ο ήρωας της θύμησης, είναι έτοιμος να υποβληθεί σε όλες τις δοκιμασίες, όλα τα βάσανα, για να πραγματώσει το πεπρωμένο του, όπου είναι γραμμένο ότι θα βρεθεί στα όρια του κόσμου των ανθρώπων και θα μπορέσει, θα βρει τον τρόπο, θα θελήσει να επιστρέψει και να βρει τον εαυτό του. Όλα αυτά λοιπόν θα πρέπει να τα αρνηθεί. Η Καλυψώ δεν του προσφέρει την αθανασία ως Οδυσσέα, του προσφέρει μια αθανασία ανώνυμη, κι αυτός είναι Έλληνας.
Η Καλυψώ προτείνει στον Οδυσσέα το εξής, να γίνει αθάνατος, να μείνει για πάντα νέος, αλλά να τον καλύπτει ένα νέφος σκοτεινό, κανείς να μην κάνει λόγο γι’αυτόν, κανένα ανθρώπινο πλάσμα να μην προσφέρει το όνομά του και, φυσικά, κανένας ποιητής να μην ψάλει τη δόξα του. Όπως λέει σε έναν ύμνο του ο Πίνδαρος, τα μεγάλα κατορθώματα δεν πρέπει να μένουν “κρυφά”. Το ίδιο ακριβώς, καλύπτειν, έδωσε στην Καλυψώ το όνομά της. Για να υπάρξει ένα κατόρθωμα, πρέπει να το υμνήσει με την ποίησή του ένας σπουδαίος αοιδός.
Ο Οδυσσέας λέει λοιπόν στην Καλυψώ ότι προτιμά να γυρίσει πίσω.
Δε νιώθει πια κανένα πόθο, ίμερο ή έρωτα, για τη σγουρομάλλα νύμφη με την οποία έζησε δέκα ολόκληρα χρόνια. Εξακολουθεί να πλαγιάζει μαζί της το βράδυ, αλλά επειδή εκείνη το θέλει. Εκείνος δε θέλει πια. Ο μόνος του πόθος είναι να ξαναβρεί τη θνητή ζωή του, ποθεί ακόμα και το θάνατο. Ο ίμερός του στρέφεται προς τη θνητή ζωή, επιθυμεί να εκπληρώσει τη ζωή του. Η Καλυψώ τού λέει: ” Τόσο πολύ δεμένος είσαι με την Πηνελόπη, προτιμάς την Πηνελόπη από μένα; Τη βρίσκεις πιο όμορφη;- Καθόλου, τι λες τώρα, απαντά ο Οδυσσέας, εσύ είσαι μια θεά, είσαι πιο όμορφη, είσαι σπουδαία, είσαι υπέροχη και δε συγκρίνεσαι με την Πηνελόπη, το ξέρω. Η Πηνελόπη όμως είναι η Πηνελόπη, είναι η ζωή μου, είναι γυναίκα μου, είναι ο τόπος μου. -Εντάξει, λέει η Καλυψώ, καταλαβαίνω”.
ΤΟ ΣΥΜΠΑΝ, ΟΙ ΘΕΟΙ, ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ
Jean-Pierre Vernant
Εκδόσεις ΠΑΤΑΚΗ