Το μωράκι αυτό φίλοι μου, γεννήθηκε καταδικασμένο να μην γνωρίσει ποτέ την μάνα που το γέννησε, ούτε βεβαίως και την μάνα που το υιοθέτησε.
Καταδικασμένο σε μία εκ προμελέτης και καλά σχεδιασμένης ορφάνια, που δεν προέκυψε ούτε από πόλεμο, ούτε από θεομηνία, ούτε από ατύχημα και αρρώστια. Καταδικασμένο να μην νιώσει ποτέ την αγάπη της, την στοργή της, την τρυφερότητα, την αγκαλιά, τα χάδια, τα φιλιά, την φροντίδα και την προστασία της.
Καταδικασμένο να μην ζήσει σε καμία φυσιολογική οικογένεια με ΜΆΝΑ και ΠΑΤΈΡΑ. Γεννήθηκε, ω! του θαύματος, από δύο πατεράδες! Γεννήθηκε καταδικασμένο να βλέπει τα υπόλοιπα παιδάκια με τις μανάδες τους και μονίμως να διερωτάται, κάθε μέρα, κάθε ώρα και κάθε λεπτό: “Πού είναι η δική μου μάνα…”;;;
Κι αυτό για μια ολόκληρη ζωή και μέχρι του τέλους της!!!
Θα σέρνει και θα κουβαλά μέσα του ένα ανυπόφορο, ατελείωτο και δυσαναπλήρωτο απίστευτο κενό. Από την παιδικότητα του, την αθωότητά του, μέχρι την εφηβεία και την ενηλικίωσή του. Κι από την ενηλικίωση του μέχρι τα βαθιά του γεράματα και τον τάφο.
Ένα κενό που ποτέ, με τίποτα και με κανέναν δεν θα μπορεί να καλυφθεί. Ένα αβάσταχτο κενό, που ποτέ δεν ήταν επιλογή του, που ποτέ δεν ήταν έστω η “τιμωρία” του για καμία, απολύτως καμία, πράξη του.
Κανένας νόμος των ανθρώπων δεν μπορεί να καταργήσει κανέναν νόμο της φύσης και του Θεού. Η φύση δεν καταργείται. Δεν διατάσσεται! Κι όταν η φύση παραβιάζεται και βιάζεται τότε τιμωρεί. Και δυστυχώς, τιμωρεί σκληρά κι αλύπητα!
Και η ερώτηση φίλοι μου, προς τους πάσης φύσεως, προελεύσεως και κοπής δικαιωματιστές είναι η εξής:
Ποιών τα ανθρώπινα δικαιώματα υπερτερούν; Των δύο ομοφυλοφίλων ή του αθώου παιδιού;
(Ανώνυμος εκπαιδευτικός)