Η απίστευτη ιστορία της Γιουλιάνε Κέπκε, 64 ετών σήμερα, είναι παράδειγμα επιβίωσης στις πιο ακραίες συνθήκες. Έγινε ακόμα και ταινία από τον Βέρνερ Χέρτζογκ.
ην παραμονή Χριστουγέννων του 1971, η Γιουλιάνε Κέπκε πετούσε με τη μητέρα της πάνω από τη ζούγκλα του Αμαζονίου, με προορισμό το επιστημονικό κέντρο όπου πραγματοποιούσε έρευνες ο βιολόγος πατέρας της. Ξαφνικά, στη διάρκεια μιας μεγάλης καταιγίδας, το αεροπλάνο τους πήρε φωτιά στον αέρα. «Όταν είδα ένα πολύ δυνατό φως στον εξωτερικό κινητήρα του αεροπλάνου, η μητέρα μου είπε ήρεμα: “Ήρθε το τέλος, τελείωσαν όλα”. Αυτές είναι οι τελευταίες λέξεις που άκουσα από εκείνη» θυμόταν χρόνια αργότερα η Γιουλιάνε στο BBC.
Αμέσως το αεροπλάνο άρχισε να πέφτει και η καμπίνα να διαλύεται. Η Γιουλιάνε, προσδεμένη ακόμα στο κάθισμά της, βρέθηκε σε ελεύθερη πτώση στον αέρα, από τα 3.000 μέτρα. «Το ψιθύρισμα του ανέμου ήταν το μοναδικό πράγμα που άκουγα. Ένιωθα απόλυτα μόνη».
Από εκείνη την πτώση η 17χρονη τότε Γιουλιάνε κατάφερε σχεδόν ως εκ θαύματος να επιζήσει, αν και με σπασμένη την κλείδα και βαθιά κοψίματα στα χέρια και τα πόδια. Το επόμενο πρωί ξύπνησε στη ζούγκλα, ολομόναχη και, παρά τους τραυματισμούς της, άρχισε το μεγάλο ταξίδι της προς τη σωτηρία. «Φώναξα το όνομα της μητέρας μου αλλά το μόνο που άκουσα ήταν οι ήχοι της ζούγκλας».
«Φορούσα ένα πολύ κοντό, αμάνικο φόρεμα και λεπτά σανδάλια. Είχα χάσει το ένα παπούτσι μου αλλά κρατούσα το άλλο γιατί έχω μεγάλη μυωπία και είχα χάσει τα γυαλιά μου. Χρησιμοποιούσα λοιπόν εκείνο το παπούτσι να ελέγχω το έδαφος».
Το γεγονός ότι ήταν εξοικειωμένη με το αφιλόξενο εκείνο περιβάλλον, το οποίο επισκεπτόταν συχνά για τις μελέτες του πατέρα της, σίγουρα τη βοήθησε να επιβιώσει. Στη διάρκεια της ημέρας κολυμπούσε στο ποτάμι. Όταν έπεφτε η νύχτα έβγαινε στην όχθη για να ξεκουραστεί, αν και ο ύπνος ήταν δύσκολος, με τα τροπικά έντομα να δαγκώνουν τις πληγές της προκαλώντας της αφόρητο πόνο.
«Άκουγα αεροπλάνα να πετούν στον ουρανό αναζητώντας τα συντρίμμια αλλά το δάσος ήταν πολύ πυκνό και δεν μπορούσα να τα δω. Φορούσα ένα πολύ κοντό, αμάνικο φόρεμα και λεπτά σανδάλια. Είχα χάσει το ένα παπούτσι μου αλλά κρατούσα το άλλο γιατί έχω μεγάλη μυωπία και είχα χάσει τα γυαλιά μου. Χρησιμοποιούσα λοιπόν εκείνο το παπούτσι να ελέγχω το έδαφος καθώς περπατούσα. Στη ζούγκλα τα φίδια δεν ξεχωρίζουν από το περιβάλλον, μοιάζουν με ξερά φύλλα. Ήμουν τυχερή που δεν συνάντησα κανένα».
Η μοναδική τροφή της στη διάρκεια της περιπλάνησης ήταν ένα σακουλάκι με γλυκίσματα που βρήκε. Όταν άδειασε, στις απειλές που είχε να αντιμετωπίσει η Γιουλιάνε προστέθηκε και η λιμοκτονία.
Την τέταρτη μέρα της περιπλάνησής της, συνάντησε πτώματα θυμάτων του αεροπορικού δυστυχήματος. «Νόμισα ότι η μητέρα μου ήταν ένα από αυτά αλλά όταν άγγιξα με ένα ξύλο το σώμα που της έμοιαζε, είδα ότι τα νύχια των ποδιών της ήταν βαμμένα – η μητέρα μου ποτέ δεν έβαφε τα νύχια της. Αμέσως ανακουφίστηκα αλλά μετά ένιωσα ντροπή για εκείνη τη σκέψη».
Ενώ περιπλανιόταν συνάντησε πτώματα του αεροπορικού δυστυχήματος. «Νόμισα ότι η μητέρα μου ήταν ένα από αυτά αλλά όταν άγγιξα με ένα ξύλο το σώμα που της έμοιαζε, είδα ότι τα νύχια των ποδιών της ήταν βαμμένα – η μητέρα μου ποτέ δεν έβαφε τα νύχια της». Στη φωτό, η ίδια σε αναπαράσταση της περιπέτειάς της το 2000, σε ντοκιμαντέρ του Χέρτζογκ.
Μέχρι τη δέκατη μέρα, δεν μπορούσε πλέον να σταθεί όρθια και σερνόταν κατά μήκος ενός μεγάλου ποταμού που βρήκε στο δρόμο της. «Ένιωθα τόσο μόνη, σαν να ήμουν σε ένα παράλληλο σύμπαν μακριά από οποιοδήποτε ανθρώπινο ον. Νόμισα ότι είχα παραισθήσεις όταν είδα ένα πολύ μεγάλο πλοίο. Όταν πήγα να το αγγίξω και συνειδητοποίησα ότι ήταν αληθινό, έμοιαζε με ένεση αδρεναλίνης».
Την εντέκατη μέρα, άκουσε τις φωνές ενός πλήθους αντρών. «Ήταν σαν να ακούω τις φωνές αγγέλων. Μόλις με είδαν νόμισαν ότι ήμουν κάποιο είδος θεάς του νερού – ηρωίδα από έναν τοπικό θρύλο, υβρίδιο δελφινιού και ξανθιάς, λευκής γυναίκας. Τους συστήθηκα στα ισπανικά και τους εξήγησα τι είχε συμβεί. Περιοποιήθηκαν τις πληγές μου, μου έδωσαν να φάω και την επόμενη μέρα με πήγαν πίσω στον πολιτισμό. Τότε είδα τον πατέρα μου. Είχε χάσει τη φωνή του τις πρώτες στιγμές, απλά κρατούσαμε αγκαλιά ο ένας τον άλλον».
Την εντέκατη μέρα, άκουσε τις φωνές ενός πλήθους αντρών. «Ήταν σαν να ακούω τις φωνές αγγέλων. Μόλις με είδαν νόμισαν ότι ήμουν κάποιο είδος θεάς του νερού – ηρωίδα από έναν τοπικό θρύλο, υβρίδιο δελφινιού και ξανθιάς, λευκής γυναίκας».
Το πτώμα της μητέρας της βρέθηκε περίπου είκοσι μέρες μετά το ατύχημα. Η Γιουλιάνε ήταν η μόνη επιζήσασα από τους 93 επιβάτες του αεροπλάνου. «Αργότερα ανακάλυψα ότι είχε επιζήσει κι εκείνη από την πτώση αλλά ήταν σοβαρά τραυματισμένη και δεν μπορούσε να κινηθεί. Πέθανε μέρες μετά. Τρέμω κάθε φορά που σκέφτομαι τις τελευταίες της μέρες».
Η περιπέτεια της Γιουλιάνε παρουσιάστηκε σε διάφορες ταινίες, μια από τις οποίες σκηνοθετήθηκε από τον σπουδαίο ντοκιμαντερίστα Βέρνερ Χέρτζογκ, με τίτλο «Wings of Hope».
(womantoc)