Τις τελευταίες μέρες οι κοινωνία ασχολείται με απαξιωτικό τρόπο με τις δηλώσεις περιουσίας των πολιτικών. Επικρατεί μια ατμόσφαιρα κουτσομπολιού που τροφοδοτείται από την περιέργεια του κοινού αλλά και την εμφανή προσπάθεια των πολιτικών να αποκρύψουν τον προσωπικό τους πλούτο. Ο θεσμός εξευτελίζεται εσκεμμένα από τους ίδιους τους ελεγχόμενους για ευνόητους λόγους νομίζω.
Αυτό που συχνά μας διαφεύγει είναι ότι ο θεσμός του «πόθεν έσχες» δεν έχει να κάνει κυρίως με τον προσωπικό πλούτο των πολιτικών αλλά από που προέρχεται αυτός ο πλούτος. Και αυτό δεν γίνεται για να ικανοποιηθεί η περιέργεια του κοινού αλλά για να αποτραπούν φαινόμενα χρηματισμού. Θεωρείται δηλαδή αυτή η διαδικασία ένα εργαλείο αντιμετώπισης της διαφθοράς.
Στην Κύπρο αργήσαμε πολύ να εισάξουμε τον θεσμό αυτό, παρά το γεγονός ότι υπήρχαν σχετικές πρόνοιες στις νομοθεσίες που αφορούσαν τους δημόσιους υπαλλήλους. Δεν θα ασχοληθούμε επί του παρόντος με αυτή την πτυχή αφού οι πρόνοιες αυτές δεν εφαρμόστηκαν ποτέ και αμφισβητείται η νομιμότητα τους μετά από απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου το 2017.
Για το πολιτικό προσωπικό βρίσκονται σε ισχύ δύο νομοθεσίες: Ο νόμος Ν. 49(Ι)/2004 που αφορά τον Προέδρο, υπουργούς και βουλευτές και ο νόμος Ν. 50(Ι)/2004 που αφορά πολλούς άλλους αξιωματούχους της πολιτείας (πχ Δήμαρχους, ανεξάρτητους αξιωματούχους, επίτροπους, ημικρατικούς οργανισμούς κλπ.)
Σημειώστε ότι για τους δικαστές δεν υπάρχει καμμιά νομοθεσία για δήλωση περιουσιακών στοιχείων σαν να θεωρούνται εξ ορισμού αδιάφθοροι. Και αυτό ήταν ένα σημείο τριβής στον διάλογο που αναπτύχθηκε προεκλογικά στην Επιτροπή Θεσμών.
Η ανάγκη να περιληφθούν και οι δικαστές σε ένα πλαίσιο ελέγχου της διαφθοράς, συνδέεται με ένα άλλο κρίσιμο σημείο τριβής: η σύνθεση, ο τρόπος διορισμού και οι εξουσίες της επιτροπής/συμβουλίου ελέγχου των περιουσιακών δηλώσεων. Στον μεν Ν.49(Ι)/2004 η επιτροπή αποτελείται από βουλευτές και ορίζεται από την Επιτροπή Επιλογής (δηλαδή εκπροσώπους των τριών μεγάλων κομμάτων) στον δε Ν.50(Ι)/2004 το τριμελές συμβούλιο διορίζεται από το υπουργικό συμβούλιο με πρόεδρο νομικό και με όλα τα μέλη «εγνωσμένου κύρους και αξιοπιστίας».
Οι βουλευτές δεν δέχονται – λένε – να ελέγχονται από μη εκλεγμένους αξιωματούχους και οι δικαστές δεν δέχονται να ελέγχονται από μη δικαστικούς. Επικαλούνται άπαντες την ανεξαρτησία και τον διαχωρισμό των εξουσιών.
Και έτσι οι μεν οχυρώνονται πίσω από τον αυτοέλεγχο (που δεν πείθει την κοινωνία) ενώ οι δε παραμένουν στην ασφάλεια του «ανέλεγκτου», που εξοργίζει την κοινωνία.
Η λύση βέβαια είναι απλή: τον έλεγχο πρέπει να τον αναλάβουν ανεξάρτητοι ελεγκτές και την διαδικασία να εποπτεύει (όχι να καθορίζει) ένα τριμελές συμβούλιο διοριζόμενο από κοινού από τις τρεις θεσμοθετημένες εξουσίες της Δημοκρατίας. Την ανεξαρτησία των ελεγκτών πρέπει να εξασφαλίζουν προϋποθέσεις ασυμβίβαστου και αποκλεισμού της σύγκρουσης συμφερόντων κοκ.
Η πλειοψηφία της Επιτροπής Θεσμών είχε καταλήξει τον περασμένο Απρίλιο σε μια πρόταση νομού η οποία παρά τα κάποια θετικά της στοιχεία δεν άγγιζε τα δυο αυτά κρίσιμα θέματα (είχε κι άλλες ελλείψεις για τις οποίες θα αναφερθώ σε άλλο άρθρο μου προσεχώς).
Με λύπη διαπίστωσα ότι την περασμένη Πέμπτη κατατέθηκε εκ μέρους της κοινοβουλευτικής επιτροπής θεσμών η ίδια σχεδόν πρόταση νόμου, με τις ίδιες παραλείψεις και κενά.
Νομίζω ότι είναι γενικώς παραδεκτό ότι καθ’ όλη τη διάρκεια της βουλευτικής μου θητείας, αγωνίστηκα για την εισαγωγή αξιόπιστων διαδικασιών ελέγχου των εξουσιών. Κάποιες από τις πρόνοιες της νομοθεσίας για το «Πόθεν Έσχες» όπως πχ η συμπερίληψη των συζύγων, προέκυψαν μετά από δική μου πρωτοβουλία (η συγκεκριμένη άντεξε σε προεδρική αναφορά στο Ανώτατο Δικαστήριο).
Είναι λοιπόν με ιδιαίτερη λύπη που παρακολουθώ την κοινωνία να απαξιώνει τον θεσμό του «Πόθεν Έσχες». Η κοινωνία πρέπει να αντιληφθεί ότι από την απαξίωση του θεσμού ο μόνος κερδισμένος είναι η εξουσία. Η εξουσία που κάνει ότι μπορεί για να αποφύγει τον δημοκρατικό έλεγχο.
Τέως Βουλευτής Κινήματος Οικολόγων – Συνεργασία Πολιτών
Κίνημα Οικολόγων – Συνεργασία Πολιτών