Ανεύρυσμα ονομάζεται η παθολογική αύξηση της διαμέτρου ενός αγγείου τουλάχιστον κατά 50%. Έτσι, για την κοιλιακή αορτή, όπου η φυσιολογική διάμετρος στους ενήλικες είναι περίπου 20 χιλιοστά, ως ανεύρυσμα θεωρείται κάθε διάταση πάνω από 30 χιλιοστά.
Το ανεύρυσμα κοιλιακής αορτής (ΑΚΑ) είναι μια σχετικά συχνή και δυνητικά απειλητική για την ζωή πάθηση. Η πλέον τρομακτική και θορυβώδης επιπλοκή του ΑΚΑ είναι η ρήξη, η οποία συχνά οδηγεί και στον θάνατο του ασθενούς. Ενώ και τα μικρά ανευρύσματα μπορεί να οδηγηθούν σε ρήξη, μεγαλύτερος είναι ο κίνδυνος για τα μεγαλύτερα και γι’ αυτόν τον λόγο η πρώιμη και έγκαιρη διάγνωση και η κατάλληλη εκτίμηση των πιθανοτήτων ρήξης αποτελούν τα κλειδιά για την διαχείριση των ΑΚΑ.
Επιδημιολογία
Οι πιο πολλοί ασθενείς με ΑΚΑ αρχίζουν να αναπτύσσουν το ανεύρυσμά τους περίπου στην ηλικία των 55 ετών. Η πάθηση προκαλείται πιθανώς από πολλούς παράγοντες, έτσι το ανεύρυσμα θεωρείται αντίδραση του αγγειακού τοιχώματος σε διάφορες ασθένειες. Δεν είναι σπάνια πάθηση και τις περισσότερες φορές συνοδεύεται και από άλλες παθολογικές καταστάσεις, όπως η περιφερική αποφρακτική αρτηριοπάθεια, η στεφανιαία νόσος και διάφορες αναπνευστικές διαταραχές, όπως η αποφρακτική πνευμονοπάθεια. H πιθανότητα εμφάνισης του ΑΚΑ υπολογίζεται από 3 έως 117 στα 100.000 περιστατικά ανά έτος. Παρατηρείται εξαπλάσια πιθανότητα διάγνωσης ανευρύσματος σε συγγενείς πρώτου βαθμού ασθενούς με ΑΚΑ. Οι ασθενείς με μεγαλύτερο κίνδυνο εμφάνισης ΑΚΑ είναι οι άνδρες ηλικίας άνω των 50 ετών με ταυτόχρονο ή μη ιστορικό περιφερικής αγγειακής νόσου. Στις γυναίκες η εμφάνιση της νόσου καθυστερεί, έχοντας κατώτερο όριο εμφάνισης τα 60 έτη.
Αιτιοπαθογένεια
Η δημιουργία ενός ανευρύσματος κοιλιακής αορτής (ΑΚΑ) είναι στις περισσότερες περιπτώσεις μια εκφυλιστική διεργασία. Έρευνες έχουν δείξει ότι σε ασθενείς με ΑΚΑ υπάρχουν διαταραχές στην περιεκτικότητα του αρτηριακού τοιχώματος στις δομικές πρωτεΐνες ελαστίνη και κολλαγόνο. Δομικές και αιμοδυναμικές συνθήκες μοναδικές για την υπονεφρική αορτή μπορούν να εξηγήσουν την «προτίμηση» δημιουργίας ΑΚΑ σε αυτήν την ανατομική περιοχή, αλλά η στρατολόγηση των φλεγμονωδών κυττάρων στον έσω ελαστικό και τον έξω χιτώνα της αορτής φαίνεται να αποτελεί πρώιμο και καθοριστικό παθοφυσιολογικό γεγονός για την δημιουργία του ΑΚΑ.
Παράγοντες κινδύνου
Η ανευρυσματική νόσος είναι πιθανώς πολυπαραγοντική. Παράγοντες κινδύνου που σχετίζονται με την εμφάνιση του ΑΚΑ είναι η κληρονομικότητα, η αυξανόμενη ηλικία, το φύλο, το κάπνισμα, η υπέρταση, η δυσλιπιδαιμία και η χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια.
Συμπτώματα – Επιπλοκές
Τα ανευρύσματα της κοιλιακής αορτής είναι συνήθως ασυμπτωματικά. Ένα αυξανόμενο σε διάμετρο ανεύρυσμα με πιθανότητα ρήξης ή ένα ραγέν ανεύρυσμα εμφανίζεται με αιφνίδιας έναρξης άλγος (συνεχές ή κωλικοειδές) στην οσφυική ή κοιλιακή χώρα που μπορεί να ακτινοβολεί στους γλουτούς, στις βουβώνες, στο όσχεο ή στους όρχεις, λιποθυμικό επεισόδιο και ταχεία κυκλοφορική κατάρριψη του ασθενούς. Οι συχνότερες επιπλοκές είναι η ρήξη (5-10/100.000 άτομα), τα θρομβοεμβολικά επεισόδια και η πίεση των παρακείμενων ιστών. Ο ρυθμός αύξησης του ανευρύσματος καθώς και η διάμετρός του αποτελούν βασικό κριτήριο για τον κίνδυνο ρήξης του ανευρύσματος. Συγκεκριμένα, υψηλής επικινδυνότητας θεωρούνται αυτά που έχουν διάμετρο μεγαλύτερη και μεγάλο ρυθμό αύξησης.
Διάγνωση
– Κλινική εξέταση
– Έγχρωμο υπερηχογράφημα αορτής (πρώτη εξέταση που πρέπει να γίνεται και η εξέταση για την παρακολούθηση μικρών ΑΚΑ)
– Υπολογιστική τομογραφία άνω και κάτω κοιλίας
– Αγγειογραφία (μετά τη διάγνωση για καθορισμό τεχνικών λεπτομερειών της επέμβασης όπου απαιτείται)
Αντιμετώπιση
Οι δύο κύριες επιλογές να αντιμετωπιστεί το ΑΚΑ είναι: (1) ανοικτή χειρουργική επέμβαση ή (2) ενδαγγειακή αποκατάσταση του ανευρύσματος. Και οι δύο επιλογές είναι δυνατό να χρησιμοποιηθούν τόσο στην περίπτωση που το ΑΚΑ έχει υποστεί ρήξη όσο και στην εκλεκτική αντιμετώπιση, αν και η μέχρι σήμερα εμπειρία σε ενδαγγειακή αποκατάσταση του ανευρύσματος (EVAR) στην περίπτωση της ρήξης είναι περιορισμένη.
Η τελική απόφαση για την επιλογή της κατάλληλης για κάθε ασθενή μεθόδου ανήκει στον ειδικό αγγειοχειρουργό, μετά από αναλυτική ενημέρωση του ασθενούς για τα μειονεκτήματα και τα πλεονεκτήματα της κάθε μεθόδου.
Πηγή: Ελληνική Αγγειολογική Εταιρεία/ON MED.GR