Η φύλαξη των αρχαιολογικών μνημείων μιας χώρας αφορά κυρίως τη διεύθυνση των εθνικών μουσείων και διέπεται από σχετική νομοθεσία.
Στην περίπτωση της Ελλάδας την ευθύνη φέρει η διεύθυνση του Μουσείου Ακρόπολης.
Αίτημα για επιστροφή μνημείων από το εξωτερικό είχε αρχικά τεθεί από τη Μελίνα Μερκούρη, υπουργό στην κυβέρνηση Ανδρέα Παπανδρέου.
Να σημειωθεί ότι γλυπτά και μάρμαρα από τον Παρθενώνα, υπάρχουν σε περισσότερα μουσεία, πλήν αυτού του Λονδίνου, όπως στο Μουσείο του Λούβρου, στο Μουσείο της Κοπεγχάγης, του Βερολίνου, κλπ.
Συνεπώς η προσπάθεια της διεύθυνσης του Μουσείου Ακρόπολης θα έπρεπε να απευθυνόταν σε περισσότερους δέκτες και όχι σε ένα.
Η σύμφωνη γνώμη της Ουνέσκο για «επιστροφή μνημείων στους τόπους προέλευσης», άνοιξε ένα νέο παράθυρο στις προσπάθειες για επαναπατρισμό, που φάνηκε ότι βρίσκονταν σε καλό δρόμο.
Μέχρι που άρχισε η πολιτικοποίηση του ζητήματος. Αυτό προφανώς έγινε και γίνεται για κομματικά οφέλη, σε περιόδους χαμηλής δημοτικότητας των πολιτικών.
Προκαλεί όμως ζημιά στη διαχείριση του ζητήματος.
Η αναφορά του Ελληνα Πρωθυπουργού σε «κλοπή», μέσα στο ίδιο το Λονδίνο, μόνο ατυχής μπορεί να χαρακτηριστεί επειδή προσβάλλει την ηθική και αξιοπρέπεια του φιλοξενούντος έθνους και δυναμιτίζει τη συζήτηση ανάμεσα στις διευθύνσεις των εθνικών Μουσείων, γνωρίζοντας μάλιστα ότι η όποια συμφωνία είναι εύθραυστη αφού πιθανόν να προσκρούει σε εθνικές νομοθεσίες.
Ανκαι η «επιστροφή αρχαιολογικών μνημείων», στους τόπους καταγωγής και δημιουργίας, είναι θεμιτή, εντούτοις σε ένα πλανήτη με συνεχή διακίνηση εργαζομένων και με χαρακτήρα πολυπολιτισμικής κουλτούρας, που διέπει τις πλείστες χώρες, ίσως να ήταν πιο ορθολογιστικό, συμβολικά αρχαιολογικά μνημεία μίας χώρας, να φυλάττονται και να εκθέτονται σε εθνικά μουσεία άλλων χωρών, προάγοντας έτσι τα εθνικά και πολιτιστικά συμφέροντα της χώρας προέλευσης των μνημείων.
Ποιός δεν θα ήθελε εξάλλου να επισκεφτεί την Ακρόπολη βλέποντας σε μουσείο εξωτερικού ένα τμήμα από τα μάρμαρα της;
Iωσήφ Μουτήρης
Διευθυντής καρδιολογικής κλινικής ΓΝΠ