Υπέρμετρη αύξηση των λιανικών τιμών στην πώληση φρέσκων φρούτων και λαχανικών σε σχέση με τις τιμές παραγωγού, εντοπίζει ο Κυπριακός Σύνδεσμος Καταναλωτών, σημειώνοντας ότι το πρόβλημα επηρεάζει όχι μόνο τους καταναλωτές, αλλά και τους παραγωγούς, οι οποίοι δεν αμείβονται σύμφωνα με την τιμή που πληρώνει ο καταναλωτής.
Σε ανακοίνωσή του, ο Σύνδεσμος αναφέρει ότι τα φρέσκα φρούτα και λαχανικά επηρεάζουν σημαντικά τον οικογενειακό προϋπολογισμό. Σε έρευνά του, που κάλυψε 30 είδη φρούτων και λαχανικών, ο Σύνδεσμος εντόπισε «ανησυχητικά στοιχεία που φαίνεται να δικαιολογούν τις ανησυχίες των καταναλωτών ότι υπάρχει υπέρμετρη αύξηση των λιανικών τιμών».
Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της έρευνας, σε 27 από τα 30 είδη το ποσοστό μικτού κέρδους στην τιμή που πληρώνεται ο παραγωγός ξεπερνά το 107%, κάτι που σύμφωνα με τον Σύνδεσμο ξεπερνά το «λογικό συνολικό ποσοστό μικτού κέρδους» το οποίο εκτιμά στο 50-60% επί της τιμής που πληρώνεται ο παραγωγός.
Συγκεκριμένα, στις ντόπιες μπανάνες το ποσοστό διαφοράς μεταξύ της τιμής παραγωγού και της λιανικής τιμής φθάνει το 171% και στις ντομάτες Cherry 120%. Ο Σύνδεσμος σημειώνει, βέβαια, ότι τα συγκεκριμένα είδη έχουν και επιπρόσθετα κόστη ωρίμανσης και συσκευασίας.
Επιπλέον, στις φράουλες πεδινής παρατηρήθηκε διαφορά 107%, στις μαύρες μελιτζάνες 97%, στα καρότα 97%, και στις κεφαλές κρεμμύδια 92%.
Όπως σημειώνει, τα πιο πάνω στοιχεία υπολογίστηκαν με βάση τη μέση τιμή της περιόδου από 18 Απριλίου 2024 μέχρι 04 Ιουλίου 2024, όπως δημοσιεύτηκαν από το Υπουργείο Γεωργίας, Αγροτικής Ανάπτυξης και Περιβάλλοντος, μέσω της εφαρμογής e-κοφίνι.
Ο Κυπριακός Σύνδεσμος Καταναλωτών αναφέρει ότι το σύμφωνα με τα στοιχεία, φαίνεται να υπάρχει σοβαρό πρόβλημα στην εμπορία των φρέσκων φρούτων και λαχανικών που οδηγεί στην υπέρμετρη αύξηση των λιανικών τιμών τους. «Το πρόβλημα αυτό θα πρέπει το συντομότερο δυνατό να αντιμετωπιστεί από τις Αρμόδιες Αρχές», αναφέρει, προσθέτοντας ότι η λήψη των ενδεδειγμένων μέτρων είναι επιβεβλημένη γιατί το πρόβλημα επηρεάζει όχι μόνο τους καταναλωτές σε μια παρατεταμένη περίοδο ακρίβειας, αλλά και τους παραγωγούς, οι οποίοι δεν αμείβονται σύμφωνα με την τιμή που πληρώνει ο καταναλωτής.
Ενδεικτικά, αναφέρει ότι από το 1969 μέχρι το 1998 τα ανώτατα ποσοστά κέρδους στη λιανική τιμή πώλησης των φρούτων και λαχανικών καθορίζονταν από διατάγματα. Τα ποσοστά αυτά ήταν σε ισχύ για 29 συνεχή χρόνια χωρίς τροποποίησή τους. «Το γεγονός αυτό οδηγεί στο ασφαλές συμπέρασμα ότι τα καθορισμένα τότε ανώτατα ποσοστά κέρδους λιανικής πώλησης τύγχαναν αποδοχής και θεωρούνταν λογικά από όλους τους ενδιαφερόμενους», αναφέρει.
Επιπρόσθετα, σημειώνει ότι από το 1991 μέχρι το 1998, οι χονδροπώλες φθαρτών ήταν υποχρεωμένοι να εκδίδουν στον παραγωγό, μέσα σε τρεις μέρες από τη διάθεση των φθαρτών, απόδειξη που να δείχνει την ποσότητα και την τιμή που διατέθηκαν τα φθαρτά, το ολικό ποσό χρημάτων που εισπράχθηκε, όπως επίσης και το ποσό προμήθειας που αποκόπηκε για τις υπηρεσίες τους, το οποίο κατά μέσο όρο ανερχόταν στο 15%.
Πηγή: ΚΥΠΕ/REPORTER