Με δώδεκα λόγους έφεσης ο Γενικός Εισαγγελέας επιχείρησε να ανατρέψει απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου, σε σχέση με υπόθεση ιατρικής αμέλειας και αποζημιώσεις που επιδικάστηκαν υπέρ του παραπονούμενου, με το Πρωτόδικο Δικαστήριο να εντοπίζει, ότι ιατρός του Νοσοκομείου Πάφου, κατά τη χειρουργική επέμβαση που διενεργήθηκε στον ασθενή, τον Φεβρουάριο του 2004, δεν προέβη στις ορθές ιατρικά ενδεδειγμένες ενέργειες.
Το Εφετείο που εξέτασε την έφεση του Γενικού Εισαγγελέα, εξετάζοντας ενδελεχώς τους λόγους που επικαλέστηκε η εκπρόσωπος του, Κατερίνα Πετρίδου, απέρριψε και τους δώδεκα λόγους έφεσης, ενώ επιδίκασε υπέρ του παραπονούμενου και τα δικαστικά έξοδα ύψους, τρεισήμισι χιλιάδων ευρώ.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΔΩ: Έδειξε παραλήψεις ο θανατικός ανακριτής για τον Δικαστή Σατολιά-Έχασαν τον δρόμο, δεν μετέφεραν απινιδωτή
Η υπόθεση αφορά επέμβαση που πραγματοποιήθηκε τον Ιανουάριο του 2004, όταν ο παραπονούμενος, λόγω έντονων πόνων και εμετών, μεταφέρθηκε στο Νοσοκομείο Πάφου. Εκεί διαγνώστηκε με χολοκυστίτιδα, λιθίαση χοληδόχου πόρου και λιπώδη διήθηση του ήπατος. Τον Φεβρουάριο υποβλήθηκε σε χειρουργική επέμβαση ανοιχτής χολοκυστεκτομής με σκοπό την αφαίρεση των λίθων, ενώ κατά την επέμβαση, ο χειρουργός ιατρός, αποφάσισε να μην προβεί στην αφαίρεση των λίθων και επιχειρήθηκε η διενέργεια αναστόμωσης για παράκαμψη τους.
Μετά την επέμβαση, ο παραπονούμενος παρουσίαζε προβλήματα υγείας, όπως πόνους και δυσπεψία. Τέσσερα χρόνια μετά και ενώ ο ασθενής βρισκόταν σε επαγγελματικό ταξίδι στη Γερμανία, υπέστη λιποθυμικό επεισόδιο και μεταφέρθηκε σε γερμανικό Νοσοκομείο όπου διαγνώστηκε με ίκτερο, αυξημένα ποσοστά χολής και αεροχολία. Δύο ημέρες μετά υποβλήθηκε σε ανοιχτή χειρουργική επέμβαση από Γερμανό ιατρό και την ομάδα του. Οι λίθοι από τη χοληφόρο οδό αφαιρέθηκαν χειρουργικά και έγινε ξέπλυμα και έλεγχος της. Ο παραπονούμενος ακολούθως υποβλήθηκε σε νέα σειρά επεμβάσεων, ενώ νοσηλεύτηκε και στην Εντατική.
Στην απόφαση του το Πρωτόδικο Δικαστήριο, διαπίστωσε ότι, «ο ιατρός ο οποίος χειρούργησε τον παραπονούμενο στο Νοσοκομείο Πάφου, συνειδητά άφησε τους λίθους μέσα, κάτι που δεν ήταν η ενδεικνυόμενη θεραπεία για την εν λόγω περίπτωση», ενώ χαρακτήρισε αυτή την ενέργεια, «ιατρικά ανεπίτρεπτη».
Μεταξύ των λόγων Έφεσης που προέβαλε η Εισαγγελία, ήταν η θέση ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο σχολίασε επιλεκτικά και παρερμήνευσε την μαρτυρία του γιατρού που παρακολουθούσε τον παραπονούμενο μετά την επιστροφή του από τη Γερμανία, ενώ υποστήριξε μεταξύ άλλων πως ήταν εσφαλμένη η αποδοχή της μαρτυρίας του Γερμανού ιατρού που χειρούργησε τον παραπονούμενο. Σε σχέση με τον Γερμανό ιατρό, το Εφετείο έκρινε πως, «δεν υπάρχει κανένα περιθώριο επέμβασης μας στην απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου να αποδεχτεί τη μαρτυρία του ιατρού ως ειλικρινή και αξιόπιστη».
Άλλοι δύο λόγοι έφεσης, είχαν να κάνουν με την απόρριψη του Πρωτόδικου Δικαστηρίου, της μαρτυρίας του γιατρού που χειρούργησε τον παραπονούμενο στο Νοσοκομείο Πάφου το 2004. Το Δικαστήριο απέρριψε τη μαρτυρία του, στη βάση βιβλιογραφίας που ο ίδιος επέλεξε να παρουσιάσει, συνεπώς, όπως σημειώνει το Εφετείο, «τίποτα δεν δικαιολογεί την επέμβαση του Εφετείου στην πρωτόδικη κρίση».
Την ίδια τύχη είχαν και οι υπόλοιποι λόγοι έφεσης που υπέβαλε η Εισαγγελία, με το Ανώτατο Δικαστήριο να υποδεικνύει στην απόφαση του, πως «οι διαπιστώσεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς τις βλάβες και τα κατάλοιπα στον παραπονούμενο, βασίζονταν στη μαρτυρία που έκαμε αποδεχτή. Από αυτή προκύπτει ότι είχε υποστεί τις βλάβες τις οποίες το πρωτόδικο Δικαστήριο διαπίστωσε και, χωρίς δυσκολία, ότι αυτές ήταν απότοκο της αμέλειας που είχε επιδειχτεί κατά τη αντιμετώπιση που έτυχε στο Νοσοκομείο Πάφου».
Σε ό,τι αφορά το ύψος των αποζημιώσεων που επιδικάστηκαν, το Εφετείο υποδεικνύει πως το μεγαλύτερο κονδύλι αφορά στη χρέωση του Νοσοκομείου στη Γερμανία, με την Εισαγγελία, να περιλαμβάνει στην έφεση της πως το ποσό που κατέβαλε ο ασθενής στο Γερμανικό Δικαστήριο ήταν 19 χιλιάδες και όχι 21, όπως επιδικάστηκε, καθώς επίσης και πως ο παραπονούμενος είχε ιδιωτική ασφάλεια που κατέβαλε ολόκληρο το ποσό και συνεπώς, στο τέλος αποζημιώθηκε διπλά.
Το Εφετείο, υπέδειξε στην πλευρά του Εισαγγελέα, πως θα ανέμενε, «ότι η εκπρόσωπος του θα μας είχε επίσης υποδείξει ότι ο παραπονούμενος είχε κατά την αντεξέταση του διευκρινίσει ότι το ποσό του εμβάσματος ήταν κατά €2.000 μικρότερο του τιμολογίου του Νοσοκομείου, γιατί είχε πληρώσει με την πιστωτική του κάρτα το ποσό των €2.000, όταν ακόμα βρισκόταν στη Γερμανία. Το πρωτόδικο Δικαστήριο που τον είχε αποδεχτεί ως αξιόπιστο μάρτυρα προδήλως είχε αποδεχτεί την εξήγηση που δόθηκε, γι’ αυτό και επιδίκασε υπέρ του το μεγαλύτερο ποσό».
Αναφορικά με τις γενικές αποζημιώσεις, που σύμφωνα με την απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ανήλθαν σε 70 χιλιάδες ευρώ, η Εισαγγελία τις προσέβαλε, ως εσφαλμένες, αυθαίρετες και αναιτιολόγητες, εκφράζοντας την άποψη πως το ποσό θα έπρεπε να είναι πολύ μικρότερο.
Ωστόσο, το Εφετείο, απαντώντας σε σχέση με το γεγονός ότι το Δικαστήριο δεν αιτιολόγησε την απόφαση του με αναφορά σε προηγούμενες αποφάσεις, υπέδειξε πως, «δεν ήταν αναγκαίο το πρωτόδικο Δικαστήριο να αναφερθεί σε οιαδήποτε υπόθεση που προσομοίαζε με την περίπτωση. Εφόσον υπήρχε τέτοια, θα μπορούσε να είχε λάβει από αυτή καθοδήγηση, δεν έχει όμως αναφερθεί από τον Εφεσείοντα (σ.σ. την Εισαγγελία) κάποια».
(ΠΗγή: Reporter)