Δεκάδες καταγγελίες καταγράφονται κάθε χρόνο από καταναλωτές, οι οποίοι πέφτουν θύματα από εταιρείες «φάντασμα» στα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης, αφού στην προσπάθειά τους να αγοράσουν κάτι σε τιμή… ευκαιρίας, στο τέλος πληρώνουν τους επιτήδειους και εννοείται ότι δεν παραλαμβάνουν ποτέ τίποτα και τα χρήματά τους εξαφανίζονται, όπως και οι «εταιρείες» που φυσικά δεν είναι υπαρκτές στη συνέχεια χάνονται, καθώς απώτερος τους στόχος είναι να αποσπάσουν χρήματα από ανυποψίαστους πολίτες.
Οι καταγγελίες που φθάνουν στα χέρια των λειτουργών του Κυπριακού Συνδέσμου Καταναλωτών, επικεντρώνονται συγκεκριμένα σε δυο σημεία. Στην πολιτική επιστροφών και κυρίως στις αγορές που συντελούνται διαδικτυακά και συγκεκριμένα, μέσω της πλατφόρμας του Facebook και του Instagram. Όπως διαφάνηκε και μέσα από τις καταγγελίες, συγκεκριμένες εταιρείες, παρουσιάζονται ως υπαρκτές στο διαδίκτυο και οι καταναλωτές προχωρούν στην αγορά προϊόντων, χωρίς να ψάξουν προηγουμένως την επωνυμία της εταιρείας και πού είναι η έδρα της εταιρείας, με τα χρήματά τους στη συνέχεια να εξαφανίζονται.
Όπως υπέδειξε στον REPORTER, η Νομική Λειτουργός του Κυπριακού Συνδέσμου Καταναλωτών, Βιργινία Χρήστου, «υπάρχουν διαφημίσεις που είναι ελλιπείς και δεν έχουν τα απαιτούμενα στοιχεία που ορίζει η εθνική Νομοθεσία και το πολυνομοσχέδιο για τα δικαιώματα του καταναλωτή. Έτσι, οι καταναλωτές προχωρούν στην αγορά, χωρίς να ψάξουν προηγουμένως την επωνυμία της εταιρείας και πού είναι η έδρα της κάθε εταιρείας».
Οι συγκεκριμένες εταιρείες που είναι φάντασμα, παρουσιάζονται με ελλιπείς πληροφορίες και ο καταναλωτής από την πλευρά του, λόγω του ότι δεν προχωρά σε έρευνα προτού αγοράσει ένα προϊόν, χάνει τα χρήματά του και δυστυχώς, ούτε και η Αστυνομία στη συνέχεια, μπορεί να μεριμνήσει και να βρει λύση σε αυτό το πρόβλημα. «Επίσης, κάτι το οποίο παρατηρείται σε αυτά τα ‘σκοτεινά μοτίβα’, υπάρχουν κάποιες ιστοσελίδες που είτε αφορούν πωλήσεις προϊόντων, είτε παροχή υπηρεσιών, στις οποίες παρουσιάζεται στον καταναλωτή μια Α τιμή. Δηλαδή, αγοράζοντας για παράδειγμα ένα προϊόν, θα πρέπει να προπληρώσεις το ποσό των 18 ευρώ. Ο καταναλωτής, προχωρεί στην αγορά του συγκεκριμένου προϊόντος που παρουσιάζεται ως 18 ευρώ και πατά στο κουμπί ‘συνέχεια’ για να προχωρήσει στην πληρωμή. Όταν πατήσει το κουμπί αυτό όμως για να πληρώσει, παρουσιάζονται επιπρόσθετα έξοδα, τα οποία είναι υποχρεωτικά για να ολοκληρωθεί η πληρωμή. Αυτό και πάλι θεωρείται αθέμιτη εμπορική πρακτική και παραπλάνηση του καταναλωτή γιατί δεν δηλώνεται το ακριβής ποσό από την αρχή και παρουσιάζεται ένα εικονικό ποσό, το οποίο στη συνέχεια αυξάνεται».
Όσον αφορά, τα προϊόντα που παρουσιάζεται αυτό το φαινόμενο, κυρίως εντοπίζεται σε προϊόντα υγιεινής, όπου τα περισσότερα κυρίως, είναι βιταμίνες. «Είναι εταιρείες κυρίως που προωθούν τέτοια προϊόντα και δεν είναι υπαρκτές ιστοσελίδες. Επίσης, online καταστήματα τα οποία δρουν μέσω του Instagram, δεν παρέχουν επαρκής και ικανοποιητικές πληροφορίες για τη γεωγραφική διεύθυνση της επιχείρησης και διάφορα χαρακτηριστικά που αφορούν τα προϊόντα αυτά. Επίσης, σε σχέση με διάφορες διαφημίσεις που εντοπίζονται στο διαδίκτυο, υπάρχουν αρκετές που δεν αναγράφονται οι πληροφορίες που ορίζονται στα δικαιώματα του καταναλωτή. Είναι πληροφορίες που δυστυχώς, αν δεν τις γνωρίζει ο καταναλωτής, θα την πατήσει στο τέλος».
Πώς μπορεί ο κάθε καταναλωτής να προλάβει τέτοιες απάτες
Σχετικά με τρόπο με τον οποίο μπορεί ο καταναλωτής να προλάβει τέτοιες απάτες, η κ. Χρήστου, ανέφερε ότι, «η Νομοθεσία ορίζει ξεκάθαρα ότι οι πληροφορίες οι οποίες πρέπει να παρέχονται στους καταναλωτές για εξ’ αποστάσεως διαδικτυακές αγορές, είναι το ονοματεπώνυμο του πωλητή, η γεωγραφική διεύθυνση, το email του πωλητή και τα αναλυτικά στοιχεία του προϊόντος. Εάν για παράδειγμα είναι βιταμίνες θα πρέπει να αναγράφονται πληροφορίες που αφορούν το συγκεκριμένο προϊόν και ο καταναλωτής θα πρέπει να τις διαβάσει πριν προχωρήσει στην αγορά».
Επίσης, θα πρέπει να αναγράφεται η τελική τιμή του κάθε προϊόντος και ακόμη αν υπάρχει έκπτωση, θα πρέπει να αναγράφεται η αρχική και η τελική τιμή. «Θα πρέπει να αναγράφεται επίσης, το δικαίωμα υπαναχώρησης του καταναλωτή, δηλαδή ότι έχει 14 ημέρες από την ημέρα που παραλαμβάνει το προϊόν να το επιστρέψει και να λάβει τα χρήματά του πίσω και η νόμιμη εγγύηση που είναι δυο χρόνια».
Αναφορικά με τον αριθμό των καταγγελιών, πέρσι υπήρξαν 15 συνολικά καταγγελίες που αφορούσαν τις απάτες, ενώ φέτος μέχρι στιγμής, έχουν καταγραφεί δυο καταγγελίες, που παραπέμφθηκαν στην Αστυνομία για περαιτέρω διερεύνηση των υποθέσεων με εταιρείες φάντασμα.
(REPORTER)