“Το Σαββάτο, 8 Φεβρουαρίου 1987, παραμονή της εορτής του αγίου Μαρώνη, ιδρυτή και προστάτη της Μαρωνιτικής εκκλησίας και εορτή της κοινότητας, ξεκίνησα για τον Κορμακίτη συνοδευόμενος από τη νοσηλεύτρια Κατίνα Βασιλείου, που καταγόταν από τον Κορμακίτη και εργαζόταν στο Νοσοκομείο Λευκωσίας, για την προγραμματισμένη μου επίσκεψη. Είχα συναντήσει την Κατίνα την Κυριακή στην εκκλησία και μου είπε πως θα ερχόταν μαζί μου να με βοηθήσει στην επόμενη επίσκεψη. Χάρηκα γι’ αυτή την εξέλιξη.
Στις 09:30 βρισκόμουν στο χωριό και άρχισα να εξετάζω στο προσωρινό ιατρείο της εκκλησίας. Μαζί μου ήταν όπως πάντοτε η αδελφή Αννιέζε. Εκείνη την ημέρα ήρθαν πολύ περισσότεροι για εξέταση απ´ ότι άλλες φορές. Αυτό μου πρόσφερε μεγάλη χαρά, διότι ήθελα να προσφέρω τα μέγιστα των δυνατοτήτων μου στους εγκλωβισμένους κατοίκους του χωριού.
Για εξέταση ήρθε και ο δάσκαλος Ηλίας Κασάπης καθώς και ο κοινοτάρχης Μιχαήλ Αραούζος, στους οποίους η Τουρκοκυπριακή αρχή απαγόρευσε τη μετάβαση στις ελεύθερες περιοχές για μεγάλο χρονικό διάστημα, αλλά λόγω προβλημάτων υγείας και της ανάγκης για περαιτέρω διαγνωστικές εξετάσεις είχα υποβάλει γραπτό αίτημα, να τους επιτραπεί η έξοδος από το χωριό την ημέρα που τακτοποιήθηκε το ραντεβού τους.
Περί τις 12:00 το μεσημέρι, η πόρτα του προσωρινού ιατρείου άνοιξε ξαφνικά και μπήκε μέσα ο Τουρκοκύπριος “αστυνομικός υπεύθυνος” της περιοχής συνοδευόμενος από τρεις άλλους “αστυνομικούς”. Κανένας δεν φορούσε αστυνομική στολή. Αγχώθηκα μόλις τους είδα διότι σκέφτηκα τα χειρότερα. Κράτησα όμως τη ψυχραιμία μου και χαιρέτησα εγκάρδια. Ο “αστυνομικός υπεύθυνος”, όμως, δεν έδειχνε καθόλου εγκάρδιος.
“Σου είπα ντόκτορ, να μην κάνεις ξανά ιατρείο”, είπε με απότομο ύφος, “αλλά εσύ δεν με άκουσες”.
“Είναι κρίμα ο κόσμος”, του είπα, “έχουν τόσα προβλήματα υγείας, δεν μου κάνει καρδιά να τους εγκαταλείψω”.
“Ντόκτορ, σέβομαι αυτό που κάνεις, αλλά τέλειωσε, τώρα πρέπει να έρθεις μαζί μου”, είπε ο “αστυνομικός υπεύθυνος”.
“Που θα πάρετε τον γιατρό;”, φώναξε η αδελφή Αννιέζε με τα σπασμένα ελληνικά της, “δεν τον αφήνω, θα έρθω μαζί του, μην του κάνετε κακό”.
“Δεν θα του κάνουμε κακό καλογριά”, είπε ο “αστυνομικός υπεύθυνος” με πιο μαλακό ύφος, “εσύ δεν μπορείς να έρθεις. Να πας στο μοναστήρι σου”.
Η αδελφή Αννιέζε δεν έφυγε από δίπλα μου. Οι εγκλωβισμένοι, φοβισμένοι, εγκατέλειψαν το δωμάτιο, έμεινε μόνο ο κοινοτάρχης.
“Εγώ δεν φεύγω, είμαι καρδιοπαθής, θα μείνω να με εξετάσει ο γιατρός”, είπε.
Ο “αστυνομικός υπεύθυνος” στράφηκε αγριεμένος προς το μέρος του.
“Φύγε, Μιχαήλη, τώρα αμέσως”, του είπε και τον έσυρε από τον γιακά του σακακιού του στην έξοδο.
Πάγωσα που τον είδα. “Πήγαινε Μιχάλη, του είπα, μην κάνεις φασαρία”.
Ο κοινοτάρχης, διορισμένος από το Υπουργείο Εσωτερικών της Κυπριακής Δημοκρατίας, τον οποίο δεν αναγνώριζε η Τουρκοκυπριακή αρχή, η οποία είχε διορίσει άλλο κοινοτάρχη στο χωριό, με κοίταξε δακρυσμένος και βγήκε από το δωμάτιο.
“Πάμε, ντόκτορ”, είπε ο “αστυνομικός υπεύθυνος”, “να προχωρήσεις με το αυτοκίνητο σου, να ακολουθείς την αστυνομία και θα σε ακολουθώ εγώ με το αυτοκίνητο μου”.
Βγήκα από το προσωρινό ιατρείο κρατώντας στο ένα χέρι το στηθοσκόπιο και στο άλλο την ιατρική τσάντα με τις κάρτες των ασθενών, τις οποίες είχε φροντίσει να τακτοποιήσει η Κατίνα προηγουμένως. Αρχικά, τα είχε πάρει από το γραφείο ο “αστυνομικός”, αλλά μου τα επέστρεψε.
Απέναντι στη βεράντα του καφενείου είδα τους εγκλωβισμένους να στέκονται ο ένας δίπλα από τον άλλο, σιωπηρά κοιτάζοντας προς το μέρος μου, φιγούρες βασανισμένες, βγαλμένες θαρρείς μέσα από την ιστορία. Η ατμόσφαιρα ήταν φορτισμένη, η στιγμή συγκινητική. Τους κοίταξα. Κούνησα το χέρι μου σε χαιρετισμό. Μια ολόκληρη σειρά από χέρια χαιρέτισαν σιωπηρά. Δεν ακουγόταν λέξη. Σιγή τάφου.
Η ηλικιωμένη αδελφή Αννιέζε με αγκάλιασε. “Πρόσεχε”, μου ψιθύρισε.
Μπήκα στο αυτοκίνητο με συνοδηγό την Κατίνα και ακολουθήσαμε το αστυνομικό αυτοκίνητο. Μας ακολουθούσε το δεύτερο αστυνομικό αυτοκίνητο. Φθάσαμε στον αστυνομικό σταθμό της Μύρτου και σταματήσαμε. Με οδήγησαν στο σταθμό, μου έκαναν καταγγελία και μου έδωσαν την ταυτότητα μου. Η πομπή ξεκίνησε ξανά με προορισμό το Λήδρα Πάλας.
Στο δρόμο σκέφτηκα πως άδικα θα περίμεναν οι κάτοικοι της Καρπάσιας και του Ασωμάτου για να τους επισκεφτώ. Περνώντας από τον Ασώματο έριξα μια ματιά δεξιά μέσα από την πύλη του στρατοπέδου προς το μέρος του καφενείου. Οι λιγοστοί ηλικιωμένοι κάθονταν σίγουρα εκεί και με περίμεναν. Δάκρυσα στη σκέψη….”@highlight
DR. ΙΩΣΗΦ ΜΟΥΤΗΡΗΣ