Αν κάποιος σήμερα επιθυμεί να εξετάσει, αν στην Κύπρο υπάρχει διαφθορά, η μια επιλογή που έχει, είναι να ανατρέξει στις αποφάσεις των Δικαστηρίων, για να διαπιστώσει, εάν τα τελευταία χρόνια, υπήρξε οποιαδήποτε καταδίκη προσώπου, με τη συγκεκριμένη κατηγορία. Το πιο πιθανό, είναι να χρειαστεί να πάει αρκετά πίσω, στην υπόθεση του πρώην Γενικού Εισαγγελέα, Ρίκκου Ερωτοκρίτου για να εντοπίσει την τελευταία καταδίκη πολιτικού προσώπου με την κατηγορία της διαφθοράς.
Αν δεν μιλά ελληνικά και δεν έχει κάποιον να του εξηγήσει τι συμβαίνει, το πιο πιθανόν είναι να πει πως από τότε, δηλαδή από την καταδίκη του Ρίκκου Ερωτοκρίτου και των υπολοίπων καταδικασθέντων για τις υποθέσεις του ΣΑΠΑ ή της Δρομολαξιάς, ο πολιτικός κόσμος της Κύπρου συμμορφώθηκε και η διαφθορά και η διαπλοκή ανήκουν οριστικά στο παρελθόν.
Είναι όμως αυτή η αλήθεια; Έτσι έχουν τα πράγματα σήμερα; Η απάντηση είναι βεβαίως αρνητική. Το βασικό πρόβλημα που αντιμετωπίζει σήμερα η κυπριακή πολιτική σκηνή, είναι η δυσκαμψία και η άρνηση με την οποία ολόκληρο το πολιτικό σύστημα προσεγγίζει τέτοια ζητήματα. Από τα διαβατήρια μέχρι τον Γιάννη Γιαννάκη, το μαύρο κι από τον Μιχάλη Κατσουνωτό μέχρι την κατάρρευση των τραπεζών, υπήρξε τα τελευταία χρόνια, μια υποβάθμιση και μια προσπάθεια να επικρατήσει η άποψη «κρύψε να περάσουμε».
Η νέα Κυβέρνηση που ανέλαβε, κατάφερε να επικρατήσει, σπάζοντας κατεστημένα δεκαετιών. Ένας άνθρωπος κατάφερε να προσελκύσει διαφορετικά κομμάτια της κυπριακής κοινωνίας, να τα εμπνεύσει και να τα συνασπίσει γύρω από το πρόσωπο του. Κομμάτια που όπως ο ίδιος, τόσο προεκλογικά όσο και μετεκλογικά, δήλωσε ότι συνάντησε όταν ξεκίνησε την προσπάθεια του, κατεβαίνοντας μέσα στην κοινωνία, διαπιστώνοντας τα προβλήματα και καταγράφοντας τις ανησυχίες. Μια εξ αυτών των ανησυχιών, όπως ο ίδιος κατά καιρούς εξήγησε, ήταν η ανάγκη ο τόπος να γυρίσει σελίδα.
Να μπει ένα τέλος σε αντιλήψεις και συμπεριφορές άλλων εποχών, να επικρατήσει η διαφάνεια, η ισονομία και να λειτουργήσει η Δικαιοσύνη. Καλλιέργησε τέτοιες προσδοκίες και εξήγγειλε τέτοιες αλλαγές, που έπεισε την μεγαλύτερη μερίδα των πολιτών να τον εμπιστευθούν και να του δώσουν την ευκαιρία, χωρίς κανένα από τα δύο μεγάλα παραδοσιακά κόμματα να κυβερνήσει. Σήμερα οι πολίτες αναμένουν.
Υπενθυμίζεται πως κάποιες από τις αλλαγές που προανήγγειλε ο Νίκος Χριστοδουλίδης, ήταν η λειτουργία του Γνωμοδοτικού Συμβουλίου για τους διορισμούς, ο διαχωρισμός των εξουσιών του Γενικού Εισαγγελέα, ενώ δεν απέκλεισε και το να μπει όριο θητειών.
Σχεδόν ταυτόχρονα με την εκλογή Χριστοδουλίδη, στο μεταξύ, έπιασε δουλειά και η Αρχή κατά της Διαφθοράς. Μια αρχή που όπως εξελίσσεται η κατάσταση, κινδυνεύει να αντικαταστήσει παραδοσιακούς θεσμούς, όπως αυτόν του Γενικού Εισαγγελέα. Κι αυτό διότι, παρακολουθούμε το τελευταίο διάστημα και μάλιστα αναμένεται ότι αυτό το φαινόμενο τις επόμενες εβδομάδες θα ενταθεί, υποθέσεις που δεν καταχωρήθηκαν με απόφαση της Νομικής Υπηρεσίας ενώπιον Δικαστηρίου, ενώ και πάλι από τη Νομική Υπηρεσία σε κάποιες να μπήκε κόλπο στις ιδιωτικές ποινικές που ακολούθησαν, να έχουν πάρει το δρόμο της Αρχής κατά της Διαφθοράς.
Η Αρχή κατά της Διαφθοράς, κινδυνεύει στην παρούσα φάση να υπερφορτωθεί με καταγγελίες κάθε είδους κατά πολιτικών προσώπων. Μόνο τις τελευταίες ημέρες, είχαμε την καταγγελία του Δημήτρη Δημητρίου στη βάση των δημοσιευμάτων του OCCRP κατά του Άντρου Κυπριανού και του ΑΚΕΛ, ενώ μόλις χθες ο πρώην Βουλευτής, Γιώργος Βαρνάβα, προανήγγειλε καταγγελία κατά του Μαρίνου Σιζόπουλου.
Αυτή η υπόθεση του Μαρίνου Σιζόπουλου, είναι ενδεικτική, της διαφορετικής πορείας που μπορούν να πάρουν τα πράγματα, όταν δεν δίδονται ικανοποιητικές απαντήσεις, όταν λαμβάνεται μια απόφαση σε επίπεδο Νομικής Υπηρεσίας. Η υπόθεση που ξεκίνησε όταν ένας πρώην συνεργάτης του Μαρίνου Σιζόπουλου, παραδέχθηκε πως μαζί με τον πρόεδρο της ΕΔΕΚ και άλλους δύο, οργάνωσαν ολόκληρο σχέδιο για να δώσουν διαβατήριο σε Ιρακινό μέσω του ΚΕΠ, μέσω αδιαφανών διαδικασιών σε σχέσεις με εκτάσεις γης στη Λάρνακα, δάνεια που τελικά σβήστηκαν μετά από διακανονισμό και άλλα πολλά.
Για τη συγκεκριμένη υπόθεση, είχε δώσει οδηγίες για περαιτέρω διερεύνηση ο τέως Γενικός Εισαγγελέας Κώστας Κληρίδης. Εν τέλει μετά την αλλαγή σκυτάλης στη Νομική Υπηρεσία, οι νέες οδηγίες που δόθηκαν από τους νέους επικεφαλής, ήταν η υπόθεση να αρχειοθετηθεί, παρά το γεγονός πως υπήρχε και σχετική ομολογία-μαρτυρία ενώπιον των Αρχών. Οι λόγοι που οδήγησαν σε αυτή την απόφαση, δεν δημοσιοποιήθηκαν ποτέ.
Αυτό και χωρίς να σημαίνει πως υπήρχε πρόθεση για συγκάλυψη, κουκούλωμα ή οτιδήποτε άλλο, ή ότι ο Μαρίνος Σιζόπουλος είναι ένοχος, καλλιέργησε εντός της κοινωνίας – για άλλη μια φορά – ερωτήματα. Ερωτήματα και ανησυχίες που ποτέ και από κανέναν δεν απαντήθηκαν. Έτσι έμειναν οι εντυπώσεις και τα συμπεράσματα που ο κάθε ένας από εμάς, έβγαλε αυθαίρετα. Το χειρότερο όμως, είναι πως η υπόθεση έρχεται κατά καιρούς στην επικαιρότητα και αποτελεί άλλο ένα στοιχείο στα χέρια, όσων θέλουν να δείξουν πως η Δικαιοσύνη στον τόπο κάνει βήματα προς τα πίσω, συνεχώς.
Από τη στιγμή δηλαδή, που η υπόθεση δεν πήρε τον δρόμο της Δικαιοσύνης και αρχειοθετήθηκε χωρίς να εξηγηθεί σε κανέναν το γιατί, θα φυτρώνει, όπως και πολλές άλλες μπροστά μας σαν μανιτάρι και θα προκαλεί ισχυρό επιχείρημα αμφισβήτησης του θεσμού του Γενικού Εισαγγελέα. Έτσι φυτρώνει και η υπόθεση του Θανάση Νικολάου, έτσι και η υπόθεση Κατσουνωτού, αλλά και άλλες.
Το ακόμα χειρότερο είναι πως πλέον, σύμφωνα με τον Γιώργο Βαρνάβα, αυτή θα τεθεί προς διερεύνηση ενώπιον της Αρχής κατά της Διαφθοράς και πλέον μόνο δύο σενάρια υπάρχουν. Στην περίπτωση που η Αρχή κατά της Διαφθοράς εντοπίσει τη διάπραξη ποινικών αδικημάτων, τότε μείνει εκτεθειμένη η Νομική Υπηρεσία που την αρχειοθέτησε. Στην περίπτωση που δεν εντοπιστούν στοιχεία που να οδηγούν σε διάπραξη αδικημάτων, η Νομική Υπηρεσία δικαιώνεται. Κάτι όμως που θα μπορούσε να είχε πετύχει εντός της κοινής γνώμης από καιρό πριν, εάν δικαιολογούσε εξ αρχής την απόφαση της.
Επιστρέφοντας ωστόσο στο πρώτο σενάριο, αυτό της στοιχειοθέτησης των καταγγελιών κατά του Μαρίνου Σιζόπουλου, τότε δημιουργούνται και νέα προβλήματα και εγείρονται νέα ερωτήματα. Κι αυτό διότι, εάν η Αρχή κατά της Διαφθοράς, θεωρήσει στη βάση των στοιχείων που θα έχει ενώπιον της πως η υπόθεση θα πρέπει να διερευνηθεί περαιτέρω και να οδηγηθεί ενώπιον Δικαστηρίου, τότε ο υπεύθυνος για να το κάνει αυτό θα είναι η Νομική Υπηρεσία, με βάση τους κανονισμούς και τη Νομοθεσία που διέπουν τη λειτουργία της Αρχής κατά της Διαφθοράς.
Δημιουργείται, δηλαδή, για μια ακόμη φορά μια σύγκρουση συμφέροντος, αφού εκείνος που αποφάνθηκε πριν δύο χρόνια ότι δεν στοιχειοθετείται και δεν οδήγησε ενώπιον Δικαστηρίου την υπόθεση, θα κληθεί να αποφασίσει, αν στη βάση της έρευνας της Αρχής κατά της Διαφθοράς, αυτή τη φορά θα καταχωρηθεί.
Θα λειτουργήσει δηλαδή η Αρχή κατά της Διαφθοράς, για μια σειρά υποθέσεων, ως αντικαταστάτης του θεσμού του Γενικού Εισαγγελέα.
Το παράδειγμα της υπόθεσης του Μαρίνου Σιζόπουλου, είναι ενδεικτικό. Ήδη ενώπιον της Αρχής κατά της Διαφθοράς, υπάρχουν και μια σειρά άλλες υποθέσεις, που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο μπλοκαρίστηκαν από τη Νομική Υπηρεσία και βρίσκονται στους πενήντα τόσους φακέλους καταγγελιών στο γραφείο του Επιτρόπου Διαφάνειας Χάρη Πογιατζή.
Αυτό ουσιαστικά επιβεβαιώνει, την ανάγκη αυτού που τουλάχιστον πέντε υποψήφιοι πριν από τις Προεδρικές Εκλογές διακήρυτταν, για τολμηρές αλλαγές στη Νομική Υπηρεσία, διαχωρισμό των εξουσιών του Γενικού Εισαγγελέα για να μην υπάρχει η σύγκρουση συμφέροντος που σήμερα εντοπίζεται. Επιπλέον, ίσως να αποτελέσει την πιο τρανή απόδειξη αποφασιστικότητας της νέας Κυβέρνησης να καταπολεμήσει τη διαφθορά και να εκσυγχρονίσει τους θεσμούς της, οι αλλαγές στη Νομοθεσία που διέπει την Αρχή κατά της Διαφθοράς, έτσι ώστε πρώτον να αποκτήσει ανακριτικές εξουσίες και δεύτερον να έχει τη δυνατότητα να συνδέεται με την καταχώρηση υποθέσεων ενώπιον των Δικαστηρίων, χωρίς να υπάρχει στη μέση η σχετική απόφαση του εκάστοτε Γενικού Εισαγγελέα.
Tου Μιχάλη Πολυδώρου
Reporter